Ι.Κ. ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ - Ι.Ν. ΜΑΓΓΑΝΙΑΡΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ : ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ: ΟΝΕΙΡΟ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Author Archives: mantz

ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ: ΟΝΕΙΡΟ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Είναι γνωστό ότι η αγορά είναι ο θεσμός που φέρνει σε επικοινωνία πωλητές και αγοραστές με σκοπό την ανταλλαγή οικονομικών αγαθών και χρήματος για άμεση ή μελλοντική παροχή.  Έτσι, το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς είναι η επικοινωνία μεταξύ πωλητών και αγοραστών. Σε κάθε καπιταλιστική οικονομία λειτουργούν επιμέρους αγορές, που συνήθως ταξινομούνται ανάλογα με τον τύπο των διακινούμενων αγαθών ή υπηρεσιών.

Από αυτές τις επιμέρους αγορές, ίσως η πιο σημαντική  για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι η αγορά εργασίας, γιατί καθορίζει τις συνθήκες διαβίωσης κάθε εργαζόμενου, στο βαθμό που ρυθμίζει το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής εργασίας αλλά και τις αποδοχές του, οι οποίες είναι το βασικό – αν όχι το μοναδικό – εισόδημα του εργαζόμενου, το οποίο καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και των μελών της οικογένειάς του.

Με τον όρο αγορά εργασίας νοούνται όλα τα όργανα και οι διαδικασίες με τις οποίες οι προσφέροντες και οι αναζητούντες εργασία έρχονται σε επαφή και καταλήγουν σε συμφωνίες, που δεσμεύουν αλλήλους, άλλως οι όροι της προσφοράς και ζήτησης εργασίας σε ορισμένα ή όλα τα είδη απασχόλησης.  Επειδή όμως η αγορά εργασίας είναι ένα ατελές αντίγραφο της παραγωγικής αγοράς, ούτε διαθέτει εξ ολοκλήρου τις ανάλογες λειτουργίες της αγοράς, που επιτρέπουν σε κάθε συναλλασσόμενο να επωφελείται από την εξέλιξη της τιμής ανεξάρτητα από τις  προσωπικές συνθήκες του, ούτε επιτυγχάνει το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης.  Η διαπραγμάτευση στην αγορά εργασίας υπογραμμίζει μάλλον τις διαφορές παρά τις ομοιότητες με άλλες αγορές.  Έτσι εξηγείται και η έντονη ενστικτώδης αποστροφή της εργατικής τάξης στην αντιμετώπιση της εργασίας ως ένα απλό οικονομικό αγαθό και συνακόλουθα της αγοράς εργασίας ως όμοιας με οποιαδήποτε άλλη αγορά.  Και αυτό, γιατί στη πράξη οι διαφορές μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι σημαντικές και δεν πρέπει να αποσιωπώνται, ιδίως ενόψει του ότι στην αγορά εργασίας οι παράγοντες της προσφοράς και ζήτησης λειτουργούν με όρους άνισης ισχύος, που αναπόφευκτα επιδρά πάντοτε στην ατομική σχέση εργαζόμενου και εργοδότη και συχνότατα στη συλλογική σχέση εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων.

Στο πλαίσιο ανισορροπίας δυνάμεων στις σχέσεις εργαζομένων και εργοδοτών οι ρυθμίσεις, που εισάγονται με το «εργασιακό» νομοσχέδιο, που αυτές τις μέρες συζητεί η Βουλή, καταλύουν τις βασικές συνθήκες στοιχειώδους λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αφού οι νόμοι της προσφοράς και ζήτησης επικαθορίζονται από τα «δώρα» και προνόμια της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη στην εργοδοσία, με λογικό συνεπακόλουθο η πλάστιγγα να γέρνει πάντα προς την πλευρά των εργοδοτών.

Ειδικότερα το υπό ψήφιση νομοσχέδιο:

α) ουσιαστικά καταργούνται οι συλλογικές συμβάσεις και έτσι διευκολύνονται η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων, οι ανεξέλεγκτες απολύσεις εξαιτίας της μειωμένης διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, που δήθεν μπορούν να διαπραγματευθούν κατ’ άτομο επί ίσοις όροις με τους εργοδότες για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής εργασίας, ιδίως μάλιστα όταν αποδυναμώνεται ο δικαστικός έλεγχος των αυθαίρετων απολύσεων και η ανεργία απειλεί τη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων και των οικογενειών τους,

β)  επιτίθεται με άνευ προηγουμένου βαναυσότητα στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, περιορίζει αφόρητα το δικαίωμα της απεργίας και με τιμωρητικές διατάξεις, που θα ζήλευε και η Χούντα των συνταγματαρχών, επιδιώκει την κατατρομοκράτηση των εργαζομένων έτσι ώστε να δυσχεραίνονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις και να παρεμποδίζεται η συμμετοχή στη συλλογική διεκδίκηση των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους,

γ)  καταργείται το οκτάωρο και επιτρέπεται η διευθέτηση του χρόνου, του τόπου και τρόπου εργασίας, ύστερα από ατομική διαπραγμάτευση εργαζομένου και εργοδότη, που στην ουσία σημαίνει άνευ όρων παράδοση  και υποταγή του εργαζομένου στην ανεξέλεγκτη κρίση του εργοδότη,

δ)  παρέχεται στους εργοδότες η ευχέρεια επιλογής δεκάωρης εργασίας, ευέλικτου ωραρίου στη  μερική απασχόληση, διπλασιασμού φθηνών ή και απλήρωτων υπερωριών, που αμείβονται με χορήγηση ρεπό,

ε) ενθαρρύνει την υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης με ταυτόχρονη μείωση αποδοχών και με αναπόφευκτη συνέπεια την εξάλειψη κάθε κινήτρου για νέες προσλήψεις,

στ)  υποβαθμίζει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με την αποδυνάμωση του ΣΕΠΕ, που από δημόσια υπηρεσία μετατρέπεται σε Ανεξάρτητη Αρχή,

ζ) επιβάλλει στην Ελλάδα καθεστώς ελαστικής φθηνής εργασίας χωρίς δικαιώματα, ελέγχους και κανόνες και ανάγει την εργασιακή επισφάλεια σε προϋπόθεση ανάπτυξης.

Με δεδομένες τις ρυθμίσεις για απλήρωτες υπερωρίες, για κατάργηση του οκταώρου εργασίας και θέσπιση του δεκάωρου εργασίας και μάλιστα με αντάλλαγμα τη χορήγηση ρεπό είναι ηλίου φαεινότερο ότι μειώνονται οι αποδοχές των εργαζομένων.

Και αυτό, γιατί ουδείς εργαζόμενος μπορεί να πληρώσει στο super market με 1 ή 2 ρεπό για να αγοράσει δύο κιλά κρέας, μολονότι έχει εργασθεί περισσότερες από οκτώ (8) ώρες.  Αυτό σημαίνει ότι με τη χορήγηση ρεπό για υπερεργασία ή υπερωρίες αντί κανονικών αποδοχών σε χρήμα μειώνεται δραστικώς η πραγματική αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, η οποία δεν αντισταθμίζεται από την αξία του ελαιόκαρπου, που θα μαζέψουν οι «ρεπατζήδες» κατά την αλαζονική και υπεροπτική επιχειρηματολογία του Κ. Χατζηδάκη, που με ανενδοίαστη έπαρση υποδύεται τον προβατόσχημο λύκο.

Τελικά, με το καλούμενο εργασιακό νομοσχέδιο επιδιώκεται μια βίαιη αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων και προς όφελος των εργοδοτών, που χωρίς ψιμύθια και με προκλητική ωμότητα αποκαλύπτει τον ακραία ταξικό χαρακτήρα της επιχειρούμενης νομοθετικής παρέμβασης της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη.

Με την εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα αρχίζει η δήμευση και εκποίηση της λαϊκής περιουσίας.

Με το εξαγγελθέν ασφαλιστικό νομοσχέδιο προετοιμάζεται η υφαρπαγή των εισφορών ασφαλισμένων και συνταξιούχων και το «τζογάρισμα» των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων στις ντόπιες και ξένες χρηματαγορές, σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της κοινωνικής και διαγενεακής αλληλεγγύης και με αναπόδραστη συνέπεια την περικοπή αρχικά των επικουρικών και μετέπειτα των κύριων συντάξεων.

Οι προαναφερόμενες τρεις (3) νομοθετικές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη έχουν κοινή ιδεολογική αφετηρία, αφού προέρχονται από τη μήτρα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, και κοινή πολιτική στόχευση, στο μέτρο που μεθοδεύουν την κατασκευή ενός ασφυκτικού νομικού πλέγματος, το οποίο θα μεταβάλλει την Ελλάδα σε ειδική οικονομική ζώνη με υπαμειβόμενους εργαζόμενους, πτωχευμένους πολίτες και χαμηλοσυνταξιούχους.

Με αυτές τις άγριες επιθέσεις στα δικαιώματα και συμφέροντα των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων και των μικροεπιχειρηματιών και με τις απροκάλυπτα ταξικές ρυθμίσεις υπέρ του Κεφαλαίου και σε βάρος των δυνάμεων της Εργασίας, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια μεγάλη κοινωνική και οικονομική περιπέτεια με απροσδιόριστες επιπτώσεις για το παρόν και το μέλλον της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας των αδύναμων και μη προνομιούχων Ελλήνων.

ΝΕΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΟΤΑ: ΟΠΙΣΘΕΝ ΟΛΟΤΑΧΩΣ

Στις αμέσως προσεχείς ημέρες το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών για την «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών» γίνεται νόμος του κράτους μόνο με τις ψήφους της ΝΔ.

Οι βασικές επιλογές, που συγκροτούν το σκληρό πυρήνα του εκλογικού συστήματος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, καταστρώνονται  στα άρθρα 24-26 για τις δημοτικές αρχές και στα άρθρα 57-60 για τις περιφερειακές αρχές.

Με τις παραπάνω διατάξεις θεωρείται επιτυχών ο συνδυασμός, ο οποίος πλειοψήφησε με μεγαλύτερο του 43% + 1 ποσοστό επί του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, εκλέγει Δήμαρχο και Περιφερειάρχη και ταυτοχρόνως εκλέγει το 60% των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων, ενώ σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων.

Επίσης προβλέπεται ότι επιτυχών συνδυασμός με ποσοστό έως και 60% των έγκυρων ψηφοδελτίων εκλέγει τα 3/5 του συνόλου των εδρών στο δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο, ενώ σε περίπτωση, που στην αρχική ψηφοφορία ο επιτυχών συνδυασμός έλαβε μεγαλύτερο του 60% + 1 ποσοστό του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, οι έδρες κάθε συνδυασμού κατανέμονται αναλογικώς.

Συν τοις άλλοις, τίθεται όριο 3% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων κατά την αρχική ψηφοφορία για να έχει δικαίωμα εκλογής δημοτικού ή περιφερειακού συμβούλου ένας συνδυασμός.

Δηλωμένη επιδίωξη και δικαιολογία αυτών των ρυθμίσεων είναι «θέσπιση ενός …….. νομικού πλαισίου …. που επιτρέπει την επιτυχή και παραγωγική διοίκηση των τοπικών υποθέσεων από τους ΟΤΑ …» (άρθρο 1) με το επιχείρημα της ανάγκης θεραπείας της «ακυβερνησίας», που έφερε σε δήμους και περιφέρειες η απλή αναλογική του «Κλεισθένη».

Ωστόσο οι δυσλειτουργίες, που προκάλεσε στη διοίκηση των ΟΤΑ το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, τις οποίες η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αναγνωρίσει και δεσμευθεί να διορθώσει, αλλά δεν υλοποίησε λόγω κυβερνητικής αλλαγής μετά τις εκλογές την 19-7-2019, επ’ ουδενί λόγω δικαιολογούν την επάνοδο στον εκλογικό νόμο του 2006.  Πράγματι το υιοθετούμενο εκλογικό σύστημα αντιγράφει το νόμο, που η ΝΔ έθεσε σε ισχύ το 2006 και κατέβαζε το αναγκαίο για την εκλογή δημάρχου και την εξασφάλιση απόλυτης πλειοψηφίας στον επιτυχόντα συνδυασμό ποσοστό από το 50%+1 στο 42%+1 των έγκυρων ψηφοδελτίων, με μοναδική διαφορά ότι σήμερα το εν λόγω ποσοστό ανέρχεται σε 43%+1.

Το θεσπιζόμενο εκλογικό σύστημα των δημοτικών και περιφερειακών αρχών αποτελεί εκλεκτική και ιδιότυπη σύνθεση, που ευχερώς μπορεί να χαρακτηρισθεί πλειοψηφικό σύστημα ή επιεικέστερον σύστημα υπερενισχυμένης αναλογικής. Κυριαρχική συνιστώσα και πρωταρχική επιδίωξή του είναι η εξασφάλιση μονοπαραταξιακής «κυβερνητικής σταθερότητας» στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας, και μάλιστα διαμέσου όχι απλώς μιας οριακής – ενδεχομένως – πλειοψηφίας αλλά διαμέσου μιας συμπαγούς και άνετης πλειοψηφίας, που προκύπτει από τις ψήφους μόνον του 43% +1 των έγκυρων ψηφοδελτίων. Η εξασφάλιση μονοπαραταξιακής «κυβερνητικής σταθερότητας» με την καθοριστική διαμεσολάβηση του εκλογικού συστήματος κατά την ανάδειξη των δημοτικών και περιφερειακών οργάνων,  που διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες, συνιστά άλλωστε  κυρίαρχη επιλογή του πολιτικού συστήματος και της έννομης τάξης στην Ελλάδα.

Τα εν λόγω βασικά γνωρίσματα σφραγίζουν όχι μόνο το υιοθετούμενο εκλογικό σύστημα των δημοτικών και περιφερειακών αρχών λειτουργών, αλλά και άλλα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 1974, έτσι ώστε η συμπαγής και άνετη δημοτική πλειοψηφία εξακολουθεί, εκτός απροόπτου, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετούς θητείας των δημοτικών και περιφερειακών λειτουργών να ελέγχει όλα ανεξαιρέτως τα μονοπρόσωπα και συλλογικά όργανα των ΟΤΑ, που διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπό αυτούς τους όρους, το υπό ψήφιση εκλογικό σύστημα δεν αφήνει περιθώρια για το σχηματισμό θυλάκων τοπικής εξουσίας, που να μην ελέγχονται αποτελεσματικώς από την εκάστοτε πλειοψηφία.

Με αυτά τα δεδομένα, το θεσπιζόμενο εκλογικό σύστημα αντίκειται προς θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Ειδικώτερον:

α) είναι αντίθετο προς τη συνταγματική αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου,

β) συρρικνώνει και νοθεύει τις βάσεις του αντιπροσωπευτικού συστήματος, και

γ) οδηγεί στην απονεύρωση της κορυφαίας αρχής του πολιτεύματος μας — της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας — στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας.

Άρα, το νεοεισαγόμενο εκλογικό σύστημα, υπό ουδεμία ερμηνευτική εκδοχή, μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται έστω και κατ’ οικονομία με το Σύνταγμα.

Και αυτό, γιατί δεν υπηρετεί τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη σταθερή μέριμνα του κοινού νομοθέτη, η οποία πρέπει να αποσκοπεί στην εκπροσώπηση όλων των υπαρκτών τάσεων του εκλογικού σώματος στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, δηλαδή να διασφαλίζει την αντιστοιχία των ψήφων, που λαμβάνουν οι διάφοροι συνδυασμοί, με την εκπροσώπηση  τους στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, ενώ τυχόν αποκλίσεις πρέπει να συμβάλουν στην εξασφάλιση κυβερνησιμότητας με τις απολύτως αναγκαίες «εκπτώσεις» στην εκπροσώπηση των πιο ολιγάριθμων πολιτικών δυνάμεων.

Εν προκειμένω επισημαίνονται τα εξής:

α) Το Σύνταγμα δεν αναθέτει στον κοινό νομοθέτη εν λευκώ τον καθορισμό του εκλογικού συστήματος τόσον στις βουλευτικές όσον και στις δημοτικές εκλογές.

β) Ο κοινός νομοθέτης οριοθετείται και περιορίζεται από τις οργανωτικές βάσεις του δημοκρατικού, αντιπροσωπευτικού, πολυκομματικού και κοινοβουλευτικού πολιτεύματος ιδίως από την ισότητα της ψήφου ως συνταγματικό optimum και από την αντιπροσωπευ­τική σύνθεση τόσον της Βουλής όσον και των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων, ως αντανάκλαση του πολυκομμα­τικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.

γ) Η αναλογική εκλογή είναι πράγματι το προνομιακό εκλογικό σύστημα, που υλοποιεί κατά τον πληρέστερο τρόπο την ισότητα της ψήφου.

δ) Είναι καταρχήν συνταγματικά ανεκτές αποκλίσεις, εφόσον θεμελιώ­νονται σε μια θεσμική θεώρηση των αναγκών της πολιτικής συγκυρίας, είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την ακώλυτη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής, είναι επικουρικές και δεν αποκλείουν την εκπροσώπηση υπαρκτών πολιτικών δυνάμεων, που σημαίνει ότι – εκτός από κυβερνησιμότηταεξασφαλίζουν και μια – έστω σχετική – ισοδυναμία των ψήφων των πολιτών.

Κατά συνέπεια, το Σύνταγμα δεν μπορεί να δώσει πλήρη απάντηση στο πρόβλημα του εκλογικού συστήματος, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, γιατί είναι από τη φύση του ελλειπτικό και ολιγόλογο, πλην όμως θέτει όρια στην σχετική αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη, τα οποία υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, πλην όμως η μέχρι σήμερα νομολογία των αρμόδιων δικαστηρίων αντιμετωπίζει τα ζητήματα συνταγματικότητας ή μη των επιλογών του κοινού νομοθέτη με ιδιαίτερη συστολή αν όχι και δειλία, έτσι ώστε να είναι σχεδόν κοινά αποδεκτό ότι ο δικαστικός έλεγχος ενός εκλογικού συστήματος στην Ελλάδα είναι από ανύπαρκτος έως αλυσιτελής.

Για την ευθυγράμμιση του εκλογικού συστήματος των δημοτικών και περιφερειακών αρχών προς το περιεχόμενο των παραπάνω θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος και των επιμέρους επιταγών, που απορρέουν από αυτές, μόνο μία λύση προσφέρεται: η καθιέρωση ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος με τις λειτουργικώς αναγκαίες αποκλίσεις, το οποίο και κυβερνησιμότητα εξασφαλίζει και την ισοδυναμία της ψήφου σέβεται.  Μια ενδεδειγμένη λύση είναι η κατάρτιση και ψήφιση ενός εκλογικού συστήματος, που ο Δήμαρχος και ο Περιφερειάρχης εκλέγεται με το 50%+1 των έγκυρων ψηφοδελτίων και παραλλήλως ο πρωτεύσας συνδυασμός λαμβάνει ένα λογικό μπόνους στον αριθμό των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων.  Η εν λόγω επιλογή μπορεί να απαλλάξει το πολιτικό σύστημα από σταθερώς αναπαραγόμενους μηχανισμούς χειραγώγησης της βούλησης των πολιτών, που στέκονται εμπόδια για την ομαλή λειτουργία και την ανάπτυξη της δημοκρατίας στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας.

Ανακοίνωση για τη λειτουργία της δικηγορικής εταιρείας μας

Ενόψει της πανδημίας του Covid-19 σας ενημερώνουμε ότι η δικηγορική εταιρεία μας τηρεί όλα τα αναγκαία και ενδεδειγμένα από την Πολιτεία μέτρα για την ασφάλεια και υγεία των εταίρων, υπαλλήλων και πελατών της.

Ήδη από την 16-3-2020 έχει ενεργοποιηθεί η εξ αποστάσεως εργασία και είναι δυνατή η απρόσκοπτη εργασία και αδιάκοπη παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών μας στους πελάτες μας.

Η επικοινωνία με τους συνεργάτες μας γίνεται μέσω των email: [email protected] και [email protected], των σταθερών τηλεφώνων: 2103841738 και 2103804415 καθώς και των κινητών τηλεφώνων των εταίρων μας: 6932205327 (Ιωάννης Μαντζουράνης), 6937092622 (Ιωάννης Μαγγανιάρης), 6975067768 (Μαριλένα Γιαννούλη), 6978901366 (Ιωάννα Μαλαβέτα) και 6981449894 (Ουρανία Βλαχέα).

Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας.

ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ ΠΟΙΝΩΝ

Με το νέο ποινολόγιο καθιερώνεται η ειλικρίνεια των ποινών µε την πραγματική έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών και όχι την επιβολή ονοµαστικά αυστηρών ποινών.

Μετά από 70 χρόνια εφαρμογής του Ποινικού Κώδικα, με συχνές τροποποιήσεις και ανολοκλήρωτες προσπάθειες συνολικής αναμόρφωσής του, η κυβέρνηση Α. Τσίπρα θέτει σε δημόσια διαβούλευση ένα σχέδιο Ποινικού Κώδικα, το οποίο γίνεται δεκτό με θετικά σχόλια από τους περισσότερους αρμόδιους επαγγελματικούς και συνδικαλιστικούς φορείς αλλά και την πλειοψηφία των νομικών και ιδίως των ποινικολόγων, χωρίς να λείπουν επικρίσεις για ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.

Κύριο χαρακτηριστικό του υπό διαβούλευση σχεδίου ΠΚ είναι ο εξορθολογισμός των ποινών με προσαρμογή στη σύγχρονη μορφολογία και τυπολογία του εγκλήματος, εναρμόνιση στο ευρωπαϊκό δικαιοπολιτικό κεκτημένο και τις αντίστοιχες εξελίξεις στην ΕΕ και κυρίως σεβασμό στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές του κράτους δικαίου και ειδικότερον της αναλογικότητας.

Με το νέο ποινολόγιο καθιερώνεται η ειλικρίνεια των ποινών με την πραγματική έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών και όχι την επιβολή ονομαστικά αυστηρών ποινών, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, και γι’ αυτό προβλέπεται ότι ποινές φυλάκισης από 3-5 έτη για πλημμελήματα ούτε αναστέλλονται  ούτε μετατρέπονται αλλά εκτίονται στις φυλακές. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας εξαγοράς της ποινής για πλημμελήματα με πλαίσιο ποινής από 3-5 έτη καθώς και η εισαγωγή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας αποτελούν σοβαρές τομές στο υπάρχον σύστημα ποινών, οι οποίες σχεδόν ομοφώνως επιδοκιμάζονται από το νομικό κόσμο.

Οι επικρίσεις για το ύψος της απειλούμενης ποινής σε εγκλήματα, όπως είναι κατοχή εκρηκτικών υλών και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, καθώς και οι διαφωνίες για τη μη αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη ορισμένων εγκλημάτων, όπως λ.χ. η κλοπή, αλλά και για άλλες επιμέρους ρυθμίσεις, που προκαλούν προβληματισμούς, έτυχαν της προσοχής του Υπουργού Δικαιοσύνης και πρόκειται να ληφθούν υπόψη κατά την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ΠΚ, που θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή.

Οι μομφές εναντίον της κυβέρνησης για δήθεν ευνοϊκές ρυθμίσεις είτε υπέρ της Χρυσής Αυγής λόγω μείωσης της ποινής για την πράξη της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης είτε υπέρ αναρχικών, μπαχαλάκηδων και άλλων δραστών παρόμοιων εγκλημάτων εξαιτίας της μείωσης του ορίου των προβλεπόμενων ποινών για τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και της μετατροπής της κατοχής εκρηκτικών υλών σε πλημμέλημα πέραν του ότι ενέχουν σοβαρή αντίφαση, αφού δεν είναι λογικά αναμενόμενο να ευνοούνται ταυτόχρονα τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος χωρίς αφανή ή εμφανή ιδιοτελή αιτία, πολιτική σκοπιμότητα και κομματικό συμφέρον, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού πρόκειται για προϊόν μακρόχρονης εργασίας επιτροπής ειδικών επιστημόνων εγνωσμένου κύρους, που εκπροσωπούν θεσμικούς φορείς, και όχι για έργο της κυβέρνησης, που θα φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το τελικό νομοσχέδιο, που θα κατατεθεί στη Βουλή. Σημειωτέον ότι ουδεμία σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει να εξαρτάται από την εκάστοτε τρέχουσα πολιτική συγκυρία και να επηρεάζεται από εν εξελίξει δίκες για σοβαρές υποθέσεις, αφού πάντα υπάρχουν πολιτικές εξελίξεις και εκκρεμείς δίκες και η νομοθέτηση ουδέποτε γίνεται σε δικαστικά και πολιτικά ουδέτερο χρόνο.

Ορθά παρατηρείται ότι η λελογισμένη μείωση των ποινών κατ’ εφαρμογή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας είναι θεμιτή και δικαιοπολιτικά και από την σκοπιά της αντεγκληματικής πολιτικής, πλην όμως πρέπει να συνοδευτεί από αναπροσαρμογή των ορίων και προϋποθέσεων εφαρμογής της υφ’ όρον απόλυσης για να διασφαλίζεται η ουσιαστική έκτιση της επιβαλλόμενης ποινής και η πραγμάτωση των σκοπών της γενικής και ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων.

Παντού και πάντοτε οι ποινικοί κώδικες είναι από τα πιο κρίσιμα για την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης νομοθετήματα, στις διατάξεις τους συμπυκνώνεται το δόγμα του ποινικού δικαίου, που επικρατεί  στην θεωρία και πράξη στη συγκεκριμένη κοινωνία, και γι’ αυτό στο κείμενό τους απεικονίζονται οι αναζητήσεις της θεωρίας και οι απαιτήσεις της πράξης με αναπόφευκτη συνέπεια να είναι αδύνατη η ομοφωνία γύρω από όλα τα αναφυόμενα σχετικά ζητήματα. Οι όποιες αντιρρήσεις, διαφωνίες και επιφυλάξεις μπορεί να αντιμετωπισθούν με διάλογο και πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι σε όλες τις κοινωνίες οι ριζικές αλλαγές προκαλούν ανησυχίες και προβληματισμό σε πολλούς ανθρώπους και φοβικά σύνδρομα σε ορισμένους πολίτες, που αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται, πλην όμως στα δημοκρατικά κράτη το ανέφικτο της ομοφωνίας αντιμετωπίζεται με την καθιέρωση της αρχής της πλειοψηφίας, η οποία στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα ορίζει την κυβέρνηση, που έχει και την τελική ευθύνη της επιλογής και της απόφασης.

 

(Πηγή: https://www.ethnos.gr/apopseis/29955_exorthologismos-kai-eilikrineia-poinon)

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ, Η ΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ

Όταν μια πράξη γίνεται αντικείμενο ελέγχου της ποινικής δικαιοσύνης, τότε παύει να είναι ιδιωτική και προσωπική υπόθεση και γίνεται δημόσια, αφού ο ποινικός έλεγχος αποτελεί αρμοδιότητα του κράτους και ασκείται δημόσια κατ’ επιταγήν του νόμου και για λογαριασμό του κοινωνικού συνόλου.

Οι σεξουαλικές επιλογές και προτιμήσεις κάθε ατόμου είναι απολύτως ελεύθερες και σεβαστές, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν προσβάλλουν βάναυσα την γενετήσια αξιοπρέπεια και ελευθερία άλλων προσώπων και δη ανηλίκων, που αδυνατούν να υπερασπισθούν την γενετήσια αξιοπρέπεια και ελευθερία τους.

Σε αυτές τις περιπτώσεις παραβιάζονται διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που απηχούν τις γενικά παραδεκτές περί δικαίου αντιλήψεις της κοινωνίας. Ως εκ τούτου οι σχετικές παραβάσεις συνεπάγονται  δικαστικό έλεγχο και ποινικό κολασμό με όλες τις συμπαρομαρτούσες δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες αντιστοιχούν στην κοινωνική απαξία της παραβατικής συμπεριφοράς.

Το τεκμήριο αθωότητας ως γενική αρχή του δικαίου προστατεύει αποκλειστικά και μόνον τον ποινικά ελεγχόμενο, δηλαδή τον ύποπτο, τον κατηγορούμενο και τον πρωτόδικα καταδικασθέντα, ενώ τουναντίον δεν λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για τους ιδεολογικούς ομογάλακτους, προσωπικούς φίλους και εν γένει συμπαραστάτες και υποστηρικτές του ποινικά ελεγχόμενου.

Κατά συνέπεια, το τεκμήριο  αθωότητας ισχύει αυστηρά και μόνον για τον Νίκο Γεωργιάδη μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης για την εγκληματική πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, ενώ δεν μπορεί να το επικαλούνται το κόμμα του, η παρέα του, οι φίλοι του και οι συναγωνιστές και  συνοδοιπόροι του.

Η ποινική ευθύνη βαρύνει πρόσωπα και διακρίνεται σαφέστατα από την πολιτική ευθύνη, που επωμίζονται  πολιτικοί  και κόμματα, που ανέχονται και καλύπτουν απεχθείς πράξεις, όπως είναι η παιδεραστία.

Τα ερωτήματα, που εύλογα ανακύπτουν στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι:

α) γιατί η Νέα Δημοκρατία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η παρέα του κλειστού κυκλώματος της κομματικής εξουσίας στο Μοσχάτο καλύπτουν τον Νίκο Γεωργιάδη,

β) γιατί οι υπόλοιποι αξιοπρεπείς πολιτικοί εκπρόσωποι της συντηρητικής παράταξης σιωπούν,

γ) αυτή η εκκωφαντική σιωπή τους οφείλεται σε συναίσθηση ευθύνης για την ένοχη στάση του κόμματός τους ή σε τύψεις συνείδησης για την έλλειψη αιδούς, όπως αυτή περιγράφεται στο γνωστό μύθο του Αισώπου «Ο Ζευς και η Αισχύνη»; και

δ) τελικά ποιος κρατάει ποιον; ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Νίκο Γεωργιάδη ή ο Νίκος Γεωργιάδης τον Κυριάκο Μητσοτάκη; και γιατί;

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/oi-eythynes-h-kalypsh-kai-h-siwph )