Ι.Κ. ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ - Ι.Ν. ΜΑΓΓΑΝΙΑΡΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ : ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Author Archives: mm-rita

ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη μέχρι το Πνεύμα των Νόμων του Μοντεσκιέ και έκτοτε, σε όλες τις παραλλαγές της οργανωμένης πολιτείας οι κρατικές λειτουργίες διακρίνονται σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και ασκούνται από διαφορετικά όργανα.
Έτσι επιδιώκεται και επιτυγχάνεται ο αμοιβαίος έλεγχος και η εξισορρόπηση των τριών μορίων της πολιτείας.

Στη δικαστική εξουσία, που αδόκιμα αποκαλείται και Δικαιοσύνη, ανατίθεται η απονομή δικαίου. Ο προορισμός της δικαστικής εξουσίας έγκειται στον έλεγχο κάθε εξουσίας και δραστηριότητας προς διασφάλιση κοινών αγαθών των ανθρώπων και αποτροπή κατάχρησης εξουσίας καθώς και προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου έναντι κάθε τάσης επιβολής ισχυρών ατόμων ή συλλογικοτήτων επί μεμονωμένων προσώπων ή του κοινωνικού συνόλου.
Με άλλες λέξεις, η δικαστική εξουσία εγγυάται την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία των πολιτών έναντι ενδεχόμενης καταχρηστικής άσκησης οποιασδήποτε δημόσιας ή ιδιωτικής εξουσίας καθώς και προσβολής των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Κατά τη δικαιοδοτική κρίση τους, οι δικαστές δεσμεύονται μόνο από το Σύνταγμα, τους σύμφωνους με το Σύνταγμα νόμους, τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες διεθνούς δικαίου και τις κυρωμένες με νόμο διεθνείς συνθήκες.

Το δίκαιο είναι κατ’ εξοχή πολιτικό φαινόμενο, αφού είναι προϊόν της ενιαίας κρατικής εξουσίας και υπηρετεί την επιδίωξη εξασφάλισης του κοινού καλού, τη ρύθμιση των κοινωνικών συγκρούσεων με τη προστασία των έννομων αγαθών των πολιτών και της κοινωνίας και την οριοθέτηση του ανταγωνισμού ατομικών και συλλογικών συμφερόντων. Υπ’ αυτή την έννοια είναι εκδήλωση πολιτικής αντίληψης και θέλησης, που διατυπώνεται με νόμους, δικαστικές αποφάσεις και πρακτικές εφαρμογής αυτών, ενώ ταυτόχρονα είναι πανίσχυρο μέσο διάκρισης επιτρεπτού και απαγορευμένου και τελικά καλού και κακού.
Συχνά χρησιμοποιείται ως εργαλείο κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας, οπότε και μεθίσταται από το πεδίο διασφάλισης του κοινού καλού στην εργαλειοθήκη ιδιοτελών σκοπών πολιτικών προσώπων και ομάδων, οπότε και μετατρέπει τους δικαστές από διαιτητές σε παίκτες στο γήπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της κομματικής αντιδικίας.

Στο μέτρο, που πηγή όλων των εξουσιών είναι ο λαός, ουδεμία κρατική εξουσία είναι ανέλεγκτη στην άσκησή της και ουδείς φορέας αυτής βρίσκεται στο απυρόβλητο, άρα και η δικαστική εξουσία υπόκειται στον έλεγχο των πολιτών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κριτική των δικαστικών αποφάσεων είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν αποτελεί επέμβαση στο έργο του δικαστή και δεν επιχειρεί τον επηρεασμό της δικαιοδοτικής κρίσης του.  Μάλιστα αυτή η κριτική δεν περιορίζεται στην επιστημονική κριτική των ειδημόνων νομικών, που θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, αλλά πέραν αυτής επεκτείνεται στο δικαίωμα κάθε πολίτη να κρίνει την ορθότητα ή μη κάθε δικαστικής απόφασης.  Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στη κριτική δικαστικών αποφάσεων από όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ή και από άλλο όργανο της δικαστικής εξουσίας, η οποία δεν μπορεί να απαγορευθεί, αλλά πρέπει να ασκείται με φειδώ και να αποφεύγεται, όταν η σχετική υπόθεση εκκρεμεί προς εκδίκαση, υπό τον όρο ότι δεν γνωστοποιήθηκε το περιεχόμενο της κρινόμενης απόφασης από όχι σπάνιες διαρροές μελών του εκδικάζοντος δικαστηρίου, που υπονομεύουν την ανεξαρτησία των δικαστών εκ των έσω.
Παράλληλα, ο έλεγχος του τρόπου λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας από τους αντιπροσώπους του λαού στη Βουλή συνιστά έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, που επιτρέπεται και επιβάλλεται για τη βελτίωση της απονομής του δικαίου.
Η άποψη ότι οι απλοί πολίτες δεν είναι ικανοί και ώριμοι να κρίνουν το έργο των δικαστών είναι αδιανόητη σε δημοκρατικό πολίτευμα, αφού παραπέμπει σε θεωρίες περί επαϊόντων και ειδημόνων, που είναι εχθρικές προς τη θεμελιώδη στις δημοκρατίες αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Στη Ελλάδα η κρίση στην απονομή δικαίου έχει παρελθόν με ευθύνη δικαστών, δικηγόρων, γραμματέων, δικαζομένων και νομοθέτη. Η υπέρβασή της δεν επιτυγχάνεται με σιωπή των αμνών, αλλά με δημόσια κριτική των πράξεων και παραλείψεων των υπευθύνων για τα δεινά της.
Η δικαστική εξουσία ως θεσμός συμβολίζει τη Δικαιοσύνη και για να είναι αποτελεσματική και σεβαστή πρέπει να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη των πολιτών, που δεν κατακτάται με τη θωράκιση του δικαστή στη σφαίρα του ανεξέλεγκτου, αλάθητου και υπεράνω υποψίας αλλά με την αναγνώριση της ανθρώπινης φύσης του, που σφάλλει, όπως όλοι οι άνθρωποι.
Οι δικαστές δεν είναι πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής που βαθμολογούν μόνοι τα γραπτά τους, δεν προστατεύονται με κουκουλώματα και συγκαλύψεις, είναι ανεξάρτητοι όχι για να αγνοούν την πρωταρχική πηγή του δικαίου δηλαδή τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αλλά για να μην εμποδίζονται να τη σέβονται και να την υπηρετούν.
Με την κριτική γίνεται αποδεκτή η δεσμευτικότητα δικαστικών αποφάσεων αλλά αμφισβητείται η ορθότητά τους.  Και αυτό είναι και νόμιμο και επιθυμητό.
Η αξιοπιστία και το κύρος των δικαστών δεν μετριέται με την ικανοποίηση όσων δικαιώνονται με τις αποφάσεις τους, αλλά με την εκ των προτέρων αποδοχή της κοινωνίας που τελικά καθιστά τις αποφάσεις τους σεβαστές και όχι απλώς δεσμευτικές.

 

(Πηγή: Δημοσιεύθηκε στα «ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ» στο φύλλο 69 της «Νέας Σελίδας»
https://neaselida.gr/ideogrammata/g-mantzoyranis-sti-nea-selida-sevastes-kai-ochi-aplos-desmeytikes-dikastikes-apofaseis/ )

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΗ

Όλες τις σύγχρονες κοινωνίες ταλανίζουν προβλήματα ασφάλειας των πολιτών, που εντείνονται από φαινόμενα, όπως είναι η οικονομική κρίση, η μετανάστευση, το προσφυγικό ρεύμα, το οργανωμένο έγκλημα, η τρομοκρατία κλπ. Για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος αναπτύχθηκαν κυρίως δύο ρεύματα πολιτικής σκέψης και πρακτικής, που διαφοροποιούνται στην επιχειρησιακή μεθοδολογία, στηρίζονται σε αντίθετα ιδεολογικο-πολιτικά υπόβαθρα και συν τω χρόνω απέκτησαν χαρακτηριστικά πολιτικο-ιδεολογικών δογμάτων. Αμφότερα συνοψίζονται σε τρεις λέξεις. Πρόκειται για το δόγμα Νόμος και Τάξη και για το δόγμα Ασφάλεια και Ελευθερία. Μολονότι η διασφάλιση της ασφάλειας των πολιτών είναι κοινός στόχος αμφότερων, οι διαφορές τους δεν είναι ούτε πρακτικά ασήμαντες ούτε πολιτικά αδιάφορες.

Το δόγμα Νόμος και Τάξη νοηματοδοτούν δύο κρίσιμοι όροι: ο Νόμος με την έννοια της έκφρασης της κρατικής βούλησης για θέσπιση ρυθμιστικών της κοινωνικής συμβίωσης κανόνων δικαίου και η Τάξη με την έννοια του συνόλου δικαιικών κανόνων, που κατοχυρώνουν την ειρηνική συμβίωση των κοινωνών και αξιώνουν υπακοή προς διατήρηση της σταθερότητας στις κοινωνικές σχέσεις και της καθεστηκιας τάξης.

Η εντός του κράτους τάξη, άλλως δημόσια τάξη, προϋποθέτει επιβάλλουσα ρυθμίσεις εξουσία, υποδηλώνει υποταγή των πολιτών στο ρυθμιστικό πλαίσιο και δημιουργεί ευταξία, ήτοι κατάσταση ηρεμίας και σταθερότητας.

Κοινή καταγωγή αμφότερων είναι το Κράτος, που με την ενιαία και αδιαίρετη εξουσία ανεξαρτήτως της τριχοτόμησης των λειτουργιών της σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και της ανάθεσης κάθε μιας λειτουργίας σε διαφορετικά όργανα, διαθέτει το μονοπώλιο της έννομης βίας.

Εδώ ο πολίτης είναι παρών, πλην όμως όχι ως πρωταγωνιστής αλλά ως αποδέκτης των επιλογών και δράσεων της κρατικής εξουσίας, που εκ των άνω παράγει νόμους και επιβάλλει τάξη. Στη βάση αυτού του δόγματος υπάρχει μια αντίληψη για την πολιτεία, η οποία στηρίζεται στη διάκριση κράτους και κοινωνίας και υπήρξε θεμέλιο ενός συχνά αποκρουστικού τρόπου λειτουργίας αυτής, στο βαθμό που διασφάλισε κρατικό «κύρος» σε μυθολογικό, θεολογικό, μοναρχικό, αυταρχικό ή και τύποις δημοκρατικό υπόβαθρο, ενώ επιτρέπει στο κράτος να επιβάλλεται στην κοινωνία χωρίς ουσιαστική εξάρτηση από τη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών. Αυτή η διάκριση εκφράζει μια πολιτεία, όπου η διαδικασία κοινωνικής συναίνεσης εξαντλείται στη νομικά τυποποιημένη εκλογή των αρχόντων. Έτσι η πολιτεία γίνεται αυτοσκοπός, οπότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση αναζήτησης μιας αέναης κοινωνικής δικαίωσης και μετατρέπεται σε ιερατείο, που απεχθάνεται τη διαφάνεια. Αναμφίβολα και το αντίστροφο εγκυμονεί κινδύνους, αφού η  υποβάθμιση του κράτους συνεπιφέρει δεινά.

Το δόγμα Ασφάλεια και Ελευθερία σημασιολογείται από δύο διαχρονικές αξίες:

α) την Ασφάλεια με την έννοια αναζήτησης και κατοχύρωσης κοινωνικής αρμονίας, που υπάρχει, όταν η κοινωνική ζωή ρυθμίζεται από τη βούληση των περισσότερων και την καθολική αναγνώριση αυτής, οπότε η ασφάλεια καθίσταται συγκεκριμένο σύστημα ελευθερίας και η ελευθερία εννοιολογικό στοιχείο της ασφάλειας των πολιτών, καθώς και

β) την Ελευθερία, που ορίζεται ως η νόμω ακώλυτη ανάπτυξη, έκφραση και τελείωση της ατομικότητας του κοινωνού με όλους τους επιτρεπτούς ή αδιάφορους για την έννομη τάξη τρόπους.

Όσον η αλληλεξάρτηση του ρυθμού της κοινωνικής ζωής και της βούλησης της πλειοψηφίας αποδυναμώνεται  τόσον η δημοκρατική νομιμοποίηση της εξουσίας εξασθενεί. Τότε η εξουσία αναγκάζεται να διασφαλίσει, με τεχνητά μέσα, ένα status quo, που δεν προϋποθέτει ελευθερία, αλλά χρειάζεται βία για να εξαναγκάσει τα μέλη της κοινωνίας να «εναρμονισθούν» με ένα ανομιμοποίητο δέον της εξουσίας. Εδώ αναφύεται και εγκαθιδρύεται μια «Τάξη» είτε εκτός (praeter) είτε εναντίον (contra) της ελευθερίας.

Σε αυτό το δόγμα στο επίκεντρο βρίσκεται ο πολίτης όχι ως μέσον αλλά ως σκοπός κοινωνίας και κράτους.

Σημειωτέον ότι οι όροι Ασφάλεια και Ελευθερία διακρίνονται για τη σχετικότητά τους.  Η ύπαρξη αμφότερων διαπιστώνεται συγκριτικά και με αφετηρία κρίσης μια προηγούμενη κατάσταση του ίδιου κοινωνικού χώρου ή παράλληλων καταστάσεων κοινωνιών με παρόμοιο δικαιϊκό σύστημα.

Στην αδυσώπητη πραγματικότητα, ο,τι προστίθεται στην Ασφάλεια αφαιρείται από την Ελευθερία και ο,τι δεν αφαιρείται από την Ελευθερία αφαιρείται από την Ασφάλεια. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στην αναπόφευκτη παραδοχή ότι ο συμβιβασμός της σχετικής ασφάλειας της κοινωνίας με ταυτόχρονη διατήρηση της σχετικής ελευθερίας των πολιτών είναι μονόδρομος.

Σε αυτό το πλαίσιο, η καταστολή δεν είναι ούτε ευλογία Θεού ούτε ξένο σώμα αλλά αναγκαίο εργαλείο, που η χρήση του περιορίζεται από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι αναλογίας σκοπού και μέσων.  Όποιος κινείται εκτός αυτού του σχήματος είτε σκέπτεται ανιστορικά και αφηρημένα είτε έχει άλλες σκοτεινές επιδιώξεις.

Από τα παραπάνω γίνεται ολοφάνερο, γιατί τα αυταρχικά καθεστώτα, τα ακροδεξιά και δεξιά κόμματα και οι υπερσυντηρητικοί και ακραία νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υιοθετούν το δόγμα Νόμος και Τάξη και πολεμούν το δόγμα Ασφάλεια και Ελευθερία. Όλοι οι άλλοι, όμως, γνωρίζουν ότι: «Όσοι είναι πρόθυμοι να παραδώσουν θεμελιώδεις ελευθερίες για να αποκτήσουν λίγη προσωπική ασφάλεια δεν αξίζουν ούτε την ελευθερία ούτε την ασφάλεια», όπως διεκήρυσσε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος.

Του Γιάννη Κ. Μαντζουράνη,

Δικηγόρου

 

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/asfaleia-kai-eleytheria-h-nomos-kai-taxh )

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Τόσον πριν όσον και μετά την 20/8/2018 τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα φιλικά ΜΜΕ ενορχηστρώνουν την στρατηγική και τακτική τους με κύριο στόχο την αμφισβήτηση ενός κρίσιμου γεγονότος, που επισυνέβη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και άρα υπάρχει ως γεγονός της αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητα από υποκειμενικές διαθεσιμότητες ή / και ικανότητες. Πρόκειται για το τέλος του καλούμενου 3ου Μνημονίου, που έλαβε χώρα την 20 /8/2018. Η  Νέα Δημοκρατία αλλά και τα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης αρχικά επένδυσαν στο ότι δεν πρόκειται να τελειώσει το 3ο  μνημόνιο και θα παραταθεί, μετά ακολούθησαν ένα παραλλαγμένο σενάριο με κεντρική ιδέα ότι τα ψηφισμένα δημοσιονομικά μέτρα για  τα μετά το 2018 έτη συνιστούν ένα κρυφό 4ο  Μνημόνιο και στη συνέχεια όταν τσαλακώθηκαν άσχημα από τις δημόσιες ανακοινώσεις των αρμοδίων ευρωπαϊκών θεσμών και τις επίσημες δηλώσεις των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά και Αρχηγών Κρατών, Πρωθυπουργών και λοιπών αξιωματούχων διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, αναδιπλώθηκαν στο σενάριο ότι το τέλος του 3ου Μνημονίου σημαίνει συνέχιση  σκληρών μέτρων λιτότητας χωρίς φθηνή χρηματοδότηση και άλλα παραμΙθακια σύμφωνα με την παλιά δοκιμασμένη μέθοδο του  «δεν πρέπει να αφήσεις την αλήθεια να καταστρέφει μια βολική για τα συμφέροντα σου ιστορία», αφού πολλοί μπορεί να αγαπούν την αλήθεια αλλά οι περισσότεροι όχι πιο πολύ από το συμφέρον τους.

Ποια είναι όμως η αλήθειά; τι έγινε την 20 /8/2018 και τι ισχύει στην συνέχεια; Κάθε άποψη ,που διεκδικεί εχέγγυα αλήθειας, πρέπει να μην αρνείται την πραγματικότητα και να μην αντιστέκεται στα γεγονότα. Και αυτό, γιατί η αλήθεια είναι εμμαρτυρημένη αίσθηση, όπως έλεγε ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος άλλως η εξίσωση ενός διανοήματος με τα πράγματα σύμφωνα με τα ισχύοντα στην αριστοτέλεια τυπική λογική.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι την 20 /8/2018 έληξε το 3ο Μνημόνιο έπαυσε  η υποχρέωση προέγκρισης κάθε μέτρου δημοσιονομικής πολιτικής και όχι μόνον από τους εκπροσώπους των δανειστών, ανακτήθηκε σημαντικό μέρος της – από το 2010 – χαμένης εθνικής κυριαρχίας στην άσκηση  οικονομικής πολιτικής, η Ελλάδα επιλέγει τα μέσα προς επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής χωρίς προηγούμενο έλεγχο των δανειστών, παραμένει η αυστηρή Επιτήρηση για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, υψηλά πλεονάσματα και συνετή οικονομική πολιτική με έκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων ελέγχους των δανειστών, οι οποίοι δικαιολογημένα ενδιαφέρονται να ακολουθείται οικονομική πολιτική, που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να επιστρέψει τα δανεικά.

Όλα τα παραπάνω εμμαρτυρούνται και πιστοποιούνται από διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς, δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, από οικονομολόγους και πολιτικούς με διεθνή αναγνώριση και φήμη, συγκροτούν μία  αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, πού δεν αντιστοιχεί στο αφήγημα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης και των φίλιων  δυνάμεων στα συστημικά ΜΜΕ. Αυτή η νέα πραγματικότητα δεν επιτρέπει επιστροφή στο προ του 2008 καθεστώς  ασυδοσίας και σπατάλης. Και αυτό, γιατί κάθε κράτος με ή χωρίς επιτήρηση κατά την άσκηση οικονομικής πολιτικής υποχρεούται να λαμβάνει υπόψιν όλες τις συνιστώσες και τάσεις της οικονομικής πραγματικότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, τις τρέχουσες εξελίξεις και συγκυρίες, τις επικρατούσες στις αγορές συνθήκες χωρίς  βολονταρισμούς, εάν θέλει να χαράζει και υλοποιεί ένα αναπτυξιακό σχέδιο παραγωγής και δίκαιης διανομής πλούτου προς όφελος της πλειοψηφίας των πολιτών.

Στην ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών γενικά και στην πολιτική αρένα ειδικά ισχύει μία απαράβατη κατευθυντήρια αρχή: «όταν αγνοείς τα αυτονόητα, τα αυταπόδεικτα και τα αποδεδειγμένα, αποτυγχάνεις με βεβαιότητα». Με την ακολουθούμενη πολιτική διαχείρισης του τέλους των Μνημονίων ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι επικοινωνιολόγοι και οι λοιποί παρακοιμώμενοι του, καθώς και τα ΜΜΕ, που τον ποδηγετούν, παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές τους στην φαιά και μαύρη προπαγάνδα, στην κατασκευή και παραποίηση στοιχείων, στην απόκρυψη της αλήθειας, στην παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης και λοιπά  καλά κάγαθά, αγνοούν ή παραγνωρίζουν ότι η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί εύκολα, γιατί δεν είναι παντού καλοδεχούμενη και επειδή δεν αντέχουν το φως της αλήθειας, προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από τον ίσκιο της.

Στις επόμενες εκλογές, όπου οι πολίτες θα κληθούν να απαντήσουν στο κρίσιμο δίλημμα αν εμπιστεύονται το μέλλον τους σε αυτούς που τους έβαλαν στα μνημόνια ή σε αυτούς που τους έβγαλαν από τα μνημόνια, θα αντιληφθούν το μάταιο των κόπων τους και το ασύμφορον της πολυδάπανης επένδυσης.

 

 

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/to-telos-twn-mnhmoniwn-kai-to-paramythi-toy-kyriakoy)

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΛΥΣΗΣ

Μετά από μακροχρόνιες αναποτελεσματικές διαπραγματεύσεις διαφαίνεται μία ευκαιρία διευθέτησης των προβλημάτων Ελλάδας και FYROM, δηλαδή του ονοματολογικού ζητήματος και του αλυτρωτισμού.

Οι επιλογές είναι είτε αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης ή διαιώνιση της εκκρεμότητας εν αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας σε άλλη συγκυρία.

Τα δεδομένα είναι τα εξής:

α) Η εδαφική έκταση, που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ονομάζεται Μακεδονία, ανέκαθεν υπήρξε πολυφυλετική και πολυεθνική και με μεταβαλλόμενα σύνορα, με αδιάκοπη κυριαρχία των Ελλήνων στο νότιο τμήμα, στα παράλια και στα αστικά κέντρα ολόκληρης της εδαφικής έκτασης, ενώ από τον 7ο μ.Χ. αιώνα εμφανίζονται σλαβικά φύλα, που στους νεώτερους χρόνους κυριαρχούν στο βορειοδυτικό τμήμα.

β) Η λέξη «Μακεδονία» ως γεωγραφικός όρος για πρώτη φορά εμφανίζεται στους χάρτες Γερμανών και Ρώσων χαρτογράφων από τον 19ο αιώνα για λόγους, που ανάγονται στα γεωστρατηγικά συμφέροντα Γερμανών και Ρώσων στα Βαλκάνια.

Μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) η νότια Μακεδονία, ήτοι το 51,5% της συνολικής γεωγραφικής περιοχής, έγινε ελληνική, η βορειοδυτική Μακεδονία, ήτοι το 38,5% του εδαφικού συνόλου, προσαρτήθηκε στη Σερβία και η βορειοανατολική Μακεδονία, ήτοι 8% της συνολικής έκτασης, προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία.

Τα παραπάνω γεωγραφικά δεδομένα ισχύουν ακόμη και μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

γ) Από το 1946 και μέχρι το 1991 υπάρχει η «Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», με πρωτεύουσα τα Σκόπια, όπου η Ελλάδα διατηρούσε Προξενείο, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση για τη χρήση της λέξης «Μακεδονία» στην ονομασία του ομόσπονδου κράτους από καμία Κυβέρνηση της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

δ) Το 1977 ο ΟΗΕ αναγνωρίζει ύπαρξη «μακεδονικού κυριλλικού αλφαβήτου» παρά τις αντιρρήσεις Ελλάδας και  Κύπρου.

ε) Το 1991 διαλύεται η Γιουγκοσλαβία χωρίς στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ να ακουσθεί αντίρρηση της Ελλάδας για την ονομασία του πρώην ομόσπονδου και πλέον ανεξάρτητου κράτους με χρήση της λέξης «Μακεδονία.

στ) Το 1992 το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών διαμορφώνει εθνική γραμμή άρνησης της χρήσης της λέξης «Μακεδονία» καθώς και  παραγώγων αυτής από την FYROM και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό .

ζ) Το 1993 η Ελλάδα αποδέχεται την ένταξη αυτού του κράτους στον ΟΗΕ ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Έκτοτε η Ελλάδα συναλλάσσεται με το γειτονικό κράτος με την προειρημένη ονομασία, ήτοι στην πράξη εγκαταλείφθηκε η άκαμπτη εθνική γραμμή του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών το 1992.

η) Το 1995, μετά το ελληνικό εμπάργκο, Ελλάδα και FYROM υπογράφουν την Ενδιάμεση Συμφωνία, όπου περιέχονται σημαντικές ρυθμίσεις, όπως λχ το άρθρο 6, όπου ρητά αναφέρεται ότι τίποτα στο Σύνταγμα της FYROM δεν μπορεί ή δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ή ότι θα αποτελέσει ποτέ τη βάση οποιασδήποτε διεκδικήσεως οποιασδήποτε περιοχής που δεν συμπεριλαμβάνεται στα σημερινά του σύνορα είτε βάση για επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου Κράτους καθώς και ότι οι ερμηνείες, που δίνονται στις παραγράφους 1 και 2 του  άρθρου 6, δεν θα υποκατασταθούν από οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του Συντάγματός του.

θ) Τον Αύγουστο του 2001, μετά την Συμφωνία της Οχρίδας, η Ελληνική Κυβέρνηση επιχειρεί λύση με σύνθετη ονομασία «Άνω Μακεδονία» που αποτυγχάνει λόγω αδιαλλαξίας των Σκοπιανών.

ι) Το 2008 στο Βουκουρέστι η Ελληνική Κυβέρνηση δέχεται την erga omnes  σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και έτσι ολοκληρώνεται η εγκατάλειψη της ατελέσφορης ελληνικής θέσης του 1992, που οδηγούσε σε αδιέξοδο.

ια) Μετά την απομάκρυνση του Κίρο Γκλιγκόροφ από την εξουσία, το 1999, και την επικράτηση εθνικιστικών κομμάτων, όπως είναι το VMRO – DPMNE, ενισχύεται ο αλυτρωτισμός, που δεν περιορίζεται μόνο σε διατάξεις του Συντάγματος αλλά εκδηλώνεται και σε άλλες εκφάνσεις του δημόσιου βίου, όπως λχ αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου, ονοματοδοσία λεωφόρων και αεροδρομίου, σχολικά εγχειρίδια κλπ. Με την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή στα Σκόπια διαφαίνεται αλλαγή στάσης σε συμβιβαστική κατεύθυνση.

ιβ)  Στην παρούσα συγκυρία ο κίνδυνος νέας «βαλκανιοποίησης» επιστρέφει, αναδύεται με μορφή εθνικιστικού παροξυσμού και απειλεί εύθραυστα κράτη. Ο εξ ανατολών διογκούμενος κίνδυνος δεν επιτρέπει στην Ελλάδα σπατάλη διπλωματικού και πολιτικού κεφαλαίου σε δονκιχωτισμούς. Το συμφέρον της Ελλάδας επιβάλλει τη συμβολή στη σταθεροποίηση μιας περιοχής όπου η Ελλάδα έχει ηγεμονικό ρόλο.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι:

α) Ελλάδα και FYROM διαπραγματεύονται από το 1992, ενώ έχουν μεσολαβήσει η χρήση της προσωρινής ονομασίας FYROM στους διεθνείς οργανισμούς, δύο Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ενδιάμεση Συμφωνία Ελλάδας και FYROM, η από 5-12-2011 Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε βάρος της Ελλάδας και η χρήση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στις διμερείς σχέσεις του γειτονικού κράτους με άλλα 140 κράτη

β) από το 1992 έως σήμερα η Ελλάδα έχει προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με προτάσεις για χρήση σύνθετων ονομασιών με χρήση είτε έναντι όλων είτε μόνον στις διεθνείς σχέσεις όπως λχ Σλαβομακεδονία, Άνω Μακεδονία, Μακεδονία – Σκόπια κ.ο.κ.

γ) η σημερινή διαπραγματευτική προσπάθεια δεν αρχίζει εκ του μηδενός και άρα η Ελλάδα δεν μπορεί να προσέλθει με απαιτήσεις για το optimum, ήτοι ουδεμία αναφορά στη λέξη Μακεδονία και τα παράγωγά της, γιατί στις διεθνείς σχέσεις τα προηγούμενα παράγουν συνέπειες για τα επόμενα και ανεξαρτήτως αποτελέσματος κάθε διαπραγματευτική προσπάθεια αφήνει κατάλοιπα, που περιορίζουν τα περιθώρια ελιγμών όλων των συμβαλλόμενων μερών.

Με βάση τα προαναφερθέντα, εφικτά είναι τα ακόλουθα:

α) όνομα με γεωγραφικό (Βόρεια Μακεδονία) ή και χρονικό προσδιορισμό (Νέα Μακεδονία) με ισχύ έναντι όλων τόσον στο εσωτερικό όσον και στο εξωτερικό.  Επειδή οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί υπονοούν διαιρεμένη χώρα, όπως λχ  Βόρεια και Νότια Ιρλανδία ή Βόρεια και Νότια Κορέα, και δημιουργούν δυναμικές ενοποίησης με αλυτρωτικά συνεπακόλουθα προτιμότερος είναι ο χρονικός προσδιορισμός.

β) απάλειψη των αλυτρωτικών συνταγματικών διατάξεων και εφαρμογή πολιτικών προς αυτή την κατεύθυνση. Εδώ έγκειται η δυσκολία, γιατί αλυτρωτισμός δεν δημιουργείται από κανόνες δικαίου, υπάρχει και καλλιεργείται στην κοινωνία, αφού στο δίκαιο αποκρυσταλλώνονται υφιστάμενες τάσεις και συμφέροντα στην κοινωνία, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 131 του Συντάγματος, η αλλαγή των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων απαιτεί κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες των 2/3 και πολύπλοκες ποσοστώσεις μεταξύ των εθνοτήτων, που σήμερα ελλείπουν.

γ) η κατάργηση διατάξεων, όπως είναι το Προοίμιο, τα άρθρα 7, 49, κλπ. του Συντάγματος, αποτελεί αναγκαία όχι όμως και ικανή προϋπόθεση για την εξαφάνιση του αλυτρωτισμού, αφού πρέπει να συνοδευθεί και από άλλες ενέργειες, που άπτονται πραγματικών προβλημάτων, όπως λχ τα σχολικά εγχειρίδια, και δεν ανάγονται στη σφαίρα της μεταφυσικής, όπως πχ η ταυτότητα.

δ) η αποφυγή σαλαμοποίησης των διαδικασιών αναζήτησης ενός έντιμου συμβιβασμού.

Στην Ελλάδα με τις γνωστές θέσεις των κομμάτων και – τις τροφοδοτούμενες από εθνικιστικές εξάρσεις αλλά και πατριωτικά συναισθήματα – λαϊκές αντιδράσεις πυροδοτείται μία δυναμική εναντίον συμβιβασμού με αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Τα λαϊκά συλλαλητήρια δεν πρέπει να ποδηγετούν τις ηγεσίες. Οι ηγέτες αφουγκράζονται την κοινωνία, ακούουν αλλά δεν υπακούουν τους ψηφοφόρους τους. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Θουκυδίδη στον Περικλή, ο οποίος «……αποτολμούσε και αντιλογία προς το δήμο, έστω και μέχρι να τον εξοργίσει».

Η επικράτηση μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων στα Σκόπια υπό τον Ζοράν Ζαεφ και η πολιτική κυριαρχία του Αλέξη Τσίπρα στην Ελλάδα, με αποδεδειγμένη ικανότητα ελιγμών, συγκρούσεων και συμβιβασμών όπου και όταν χρειάζεται, σε συνδυασμό με τις γεωστρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στα Βαλκάνια, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για μία παραγωγική προσπάθεια.

Το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε προδιαγεγραμμένο ούτε βέβαιον, πλην όμως η ιστορία διδάσκει ότι οι μόνες μάχες, που είναι εκ των προτέρων χαμένες, είναι όσες δεν δόθηκαν ποτέ.

 

 

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/makedoniko-zhthma-se-anazhthsh-lyshs)

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΦΥΛΑΚΕΣ

Με αφορμή το αφιέρωμά μας στο νέο νομοσχέδιο για τις φυλακές πήραμε συνέντευξη από τον δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και Συμβουλίω της Επικρατείας κ. Ιωάννη Μαντζουράνη.

 

Το εγχείρημα της κάθαρσης των πολιτικο-οικονομικών σκανδάλων θα έχει βάθος;

Μετά την εκδήλωση της οξύτατης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, υπό την πίεση της διογκούμενης αγανάκτησης των πολιτών, άρχισε η διερεύνηση ορισμένων υποθέσεων με ήδη γνωστά στη κοινή γνώμη χαρακτηριστικά οικονομικο-πολιτικού σκανδάλου. Η δομή και λειτουργία του υπάρχοντος κυρίαρχου συστήματος εξουσίας δεν επέτρεπε ευχέρεια ελιγμών και παρελκύσεων, υποχρεώθηκε να αναθέσει την διερεύνηση αυτών των ποινικών υποθέσεων στις αρμόδιες διωκτικές (Οικονομική Αστυνομία, ΣΔΟΕ, κλπ.), εισαγγελικές (Οικονομικό Εισαγγελέα, Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς, καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιους Εισαγγελείς) και ανακριτικές (ειδικούς και τακτικούς ανακριτές και ανακριτές του Ν. 4022/2011) αρχές καθώς και στα αρμόδια δικαστήρια.

Ο έλεγχος των ανωτέρω φορέων εξουσίας από τους κυρίαρχους μηχανισμούς πολιτικο-οικονομικής εξουσίας στην Ελλάδα, που είναι σε ορισμένους εξ αυτών απόλυτος και πλήρης και σε άλλους εξ αυτών κρίσιμος και ουσιώδης, επέβαλε όρια και περιορισμούς προς προστασία φυσικών εκπροσώπων και του όλου συστήματος της καλούμενης διαπλοκής, με αναπόδραστη συνέπεια η διερεύνηση των σχετικών υποθέσεων να εγκλωβίζεται σε πολύ συγκεκριμένα και στενά πλαίσια με σαφή και στοχευμένο πολιτικό και χρονικό προσδιορισμό. Εν ολίγοις, διερευνώνται υποθέσεις και πρόσωπα με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που αφορούν ορισμένη χρονική περίοδο, συγκεκριμένες κυβερνητικές θητείες και – ω του θαύματος – πολιτικώς νεκρά πρόσωπα.

Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, με αυτά τα δεδομένα, η έρευνα των οικονομικών σκανδάλων βαδίζει σε ναρκοπέδιο, έχει μικρό χρονικό ορίζοντα και στερείται ουσιαστικού βάθους.

 

Μήπως από την πλήρη ατιμωρησία περάσαμε στην άκρα καταδίκη με βάση το λαϊκό περί δικαίου αίσθημα;

Οι ποινικές υποθέσεις με αποφορά οικονομικο-πολιτικών σκανδάλων αφ’ εαυτών (eo ipso) και εξ αντικειμένου διαθέτουν όλα τα αναγκαία στοιχεία προς εξυπηρέτηση πολυποίκιλων σκοπιμοτήτων, ενώ παραλλήλως εξ αντικειμένου προσφέρονται για πολιτική εκμετάλλευση. Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, συχνά η δικαστική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγορουμένων σε παρόμοιες υποθέσεις, όταν ιδίως υπερβαίνει και το «προσήκον μέτρον», λειτουργεί περισσότερον ως μέσον χειραγώγησης της δημόσιας αγανάκτησης, η οποία μπορεί να είναι κατά βάση δικαιολογημένη και ευχερώς εξηγήσιμη, πλην όμως προδήλως εκφεύγει των οριοθετημένων από τις αρχές του δημοκρατικού κράτους δικαίου πλαισίων ορθής απονομής δικαιοσύνης. Εν τέλει, εκτός από τον κατήφορο της πλήρους ατιμωρησίας και τον ανήφορο της ανελέητης καταδίκης, υπάρχει και η ευθεία οδός της αμερόληπτης, αντικειμενικής και ψύχραιμης λειτουργίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης, που δυστυχώς δεν είναι δεδομένο, αλλά ζητούμενο.

 

Πιστεύετε ότι η επίγεια κόλαση μοιάζει με τις ελληνικές φυλακές;

Επειδή ουδέν γνωρίζω τόσον για την κόλαση όσον και για τον παράδεισο, αδυνατώ να συγκρίνω τις ελληνικές φυλακές με την οποιαδήποτε κόλαση.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, από άποψη συνθηκών οι ελληνικές φυλακές λειτουργούν μάλλον ως αποθήκες ανθρώπων και ελάχιστα ως χώροι σωφρονισμού.

 

Ποιά μέτρα θα βελτίωναν το περιβάλλον και τη ζωή στις φυλακές; Στη διάκριση των φυλακών σε διάφορους τύπους με βάση την ποιότητα των εγκλημάτων η  βελτίωση του  εκσυγχρονισμού του σωφρονιστικού συστήματος;

Το οξύτερο σύγχρονο πρόβλημα των ελληνικών φυλακών δημιουργείται από τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων.

Εάν ληφθεί υπόψη ότι περίπου το 1/3 των «στοιβαζόμενων» στις ελληνικές φυλακές είναι προσωρινώς κρατούμενοι και το 30-35% των προσωρινώς   κρατουμένων   εντέλει   αθωώνονται,   ευχερώς γίνεται αντιληπτό ότι πρωτίστως επιβάλλεται ο δραστικός περιορισμός των περιπτώσεων επιβολής προσωρινής κράτησης, που ούτως ή άλλως αποτελεί και το έσχατο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού. Οι πρόσφατες ορθές νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν αρκούν, απαιτείται αλλαγή στάσης των δικαστών και εισαγγελέων με την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση αλλά και τη λήψη άλλων πλέον δραστικών ακόμη και πειθαρχικών μέτρων, όταν διαπιστώνεται αλόγιστη και σε τελική ανάλυση παράνομη επιβολή προσωρινών κρατήσεων.

Τι γίνεται με τις γυναικείες φυλακές;

Η κατάσταση στις γυναικείες φυλακές δεν διαφέρει από τα ισχύοντα στις ανδρικές φυλακές, με μοναδική εξαίρεση τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης των κρατουμένων, οι οποίες είναι μητέρες και έχουν μαζί και τα ανήλικα τέκνα, οπότε οι άθλιες συνθήκες κράτησης έχουν αρνητικές επιπτώσεις και σε ανήλικα παιδιά, που ουδεμία ευθύνη φέρουν για τα εγκλήματα των μητέρων και έτσι «αμαρτίες γονέων παιδεύουσιν και τα τέκνα».

 

Υπάρχει σύγκρουση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας της ποινικής δίκης;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και εφεξής.

Από την καθιέρωση της διάκρισης των εξουσιών και εφεξής οι σχέσεις των κρατικών οργάνων στα οποία έχει ανατεθεί η άσκηση έκαστης των τριών  (3) λειτουργιών του  κράτους,  ήτοι της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής, εκτυλίσσονται σε πεδία έντασης, όπου συχνά εναλλάσσονται οι ισορροπίες δύναμης αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών. Υπό αυτούς τους όρους, δεν είναι ούτε σπάνιο, ούτε καταστροφικό η σύγκρουση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, τουναντίον μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα.

 

Το μεταναστευτικό ρεύμα έχει αυξήσει την εγκληματικότητα;

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται, όπου υπάρχει οικονομική κρίση, ανεργία, φτώχεια και δυστυχία. Το μεταναστευτικό ρεύμα δεν ήρθε εξ ουρανού, είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, που επικρατούν στις χώρες προέλευσης μεταναστών, όπου θερίζουν μύρια όσα κακά, όπως λ.χ. ασθένειες, πείνα, πολεμικές συρράξεις κ.α.

Η σύγχρονη μετανάστευση δεν είναι ελεύθερη επιλογή αλλά καταφύγιο ανάγκης για ανθρώπους δυστυχείς, πεινασμένους, τρομοκρατημένους με ανύπαρκτα ή έστω ελάχιστα περιθώρια επιβίωσης στις πατρίδες τους, που στην αναζήτηση σωτηρίας υφίστανται τα πάνδεινα και όχι σπάνια το ένστικτο αυτοσυντήρησης οδηγεί σε εγκληματικές πράξεις.

Κατά συνέπεια, η πλημμυρίδα μεταναστών, που ζουν σε συνθήκες αθλιότητας, επιβαρύνει και επιτείνει τους λοιπούς παράγοντες παραγωγής εγκληματικότητας.

 

 

 

 

(Πηγή: δημοσιεύτηκε στην “Κοινωνική Επιθεώρηση“, Ιουν-Ιουλ 2015, Τεύχος 12, σελ 16-17

ΔΙΚΕΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

Την 24-7-2014 το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ομοφώνως αποφάσισε «να απέχουν όλα τα μέλη του από τις συνεδριάσεις του Εφετείου στις συνθέσεις του οποίου συμμετέχει» συγκεκριμένη δικαστής «για τους λόγους, που αναφέρονται στο από 15-7-2014 Δελτίο Τύπου του Α.Σ.Α», ενώ αμέσως ακολούθησαν απαντητική Ανακοίνωση του συνδικαλιστικού σωματείου «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων» και ανταπαντητική Ανακοίνωση του προέδρου του Δ.Σ.Α..
Για όλα αυτά αφορμή αποτέλεσε η πεισματική προσπάθεια συγκεκριμένου δικαστικού σχηματισμού για διεξαγωγή της δίκης για τους πυραύλους TOR Ml χωρίς συμμετοχή δικηγόρων, ενώ η αιτία ανάγεται σε διαφορετικές αντιλήψεις για το ρόλο των δικηγόρων στην απονομή δικαιοσύνης.

Προσφάτως σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης επιχειρήθηκε να ψηφισθεί από τη Βουλή διάταξη, που θα επέτρεπε τη διεξαγωγή δικών «μεγάλης διάρκειας» χωρίς δικηγόρους. Μετά τις έντονες αντιδράσεις του νομικού κόσμου η ενλόγω επικίνδυνη διάταξη δεν συμπεριελήφθη στο Ν.4274/2014.

Ωστόσο «το καλό το παληκάρι ξέρει και άλλο μονοπάτι». Μετά την αποτυχία εισαγωγής ρύθμισης για δίκες χωρίς δικηγόρους, που ούτε ο Στάλιν στις δίκες της Μόσχας ούτε ο Τζ.Μπους στις παρωδίες δικών στο Γκουαντανάμο διενοήθησαν, και πάλιν επιχειρείται – εκ πλαγίου – η διεξαγωγή δικών χωρίς δικηγόρους με πειραματική δοκιμή – άλλως prova generate – την εκδίκαση της υπόθεσης των πυραύλων TOR-ΜΙ, όπου με ερμηνευτική διαστρέβλωση του περιεχομένου ισχυουσών διατάξεων του Κ.Ποιν.Δ., που αφορούν υποθέσεις με αρνούμενους τη συμπαράσταση δικηγόρου διαδίκους, σκοπείται αδιανόητο αθεμιτούργημα, που συναντά την αντίσταση των συνηγόρων υπεράσπισης με την ομόφωνη συμπαράσταση του Δ.Σ.Α., αλλά και την αδικαιολόγητη αντίδραση συγκεκριμένων δικαστών και εισαγγελέων με τη

Η Δικαιοσύνη ήρθε στον κόσμο ευθύς ως γενναιόψυχος άνδρας στάθηκε δίπλα σε αδύναμο συνάνθρωπο για να πολεμήσει την αυθαιρεσία της εξουσίας, που τότε είχε στυλοβάτες τη βία στρατιωτών και την αυθεντία δικαστών. Απόγονος αυτού του τολμητία είναι ο σημερινός δικηγόρος, χωρίς τη συμμετοχή του οποίου δεν νοείται δίκαιη δίκη, αφού χωρίς δικηγόρους η Δικαιοσύνη χάνει βασικό στήριγμα και ο πολίτης τη Δικαιοσύνη.

Στους χαλεπούς χρόνους της σημερινής πολύμορφης κρίσης, όπου δοκιμάζονται οι αντοχές του δημοκρατικού κράτους δικαίου, είναι ηλίου φαεινότερον ότι «ο δικάζων ανυπεράσπιστον δεν κρατεί ρομφαίαν Δικαιοσύνης αλλά εγχειρίδιον δολοφόνου», όπως ορθώς διακηρύσσει ο Βολταίρος.

 

Ιωάννης Κ. Μαντζουράνης

 

 

ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ Ε.Ε. ΚΑΙ Δ.Ν.Τ. ΜΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός στη διετία 2008-2009 μαζί με χρόνιες δυσλειτουργίες του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος οδήγησαν στο αδιέξοδο, που υποχρέωσε την κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ σε προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης της Ε.Ε., της Ε.Κ.Τ. και του Δ.Ν.Τ. και στη λήψη αυστηρών μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας με ορατή στόχευση και αβέβαιη έκβαση, ύστερα από αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και παλινωδίες. Ανεξαρτήτως της αποδοχής ή μη της αναγκαιότητας και ορθότητας των ληφθέντων μέτρων, η Βουλή καλείται και ψηφίσει, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, νομοσχέδιο για κύρωση των συμφωνιών της Ελλάδας με Ε.Ε., Ε.Κ.Τ. και Δ.Ν.Τ.

Από το περιεχόμενο του σχετικού νομοσχεδίου καθίσταται σαφές ότι, για τουλάχιστον 4 έτη, αρμοδιότητες της Κυβέρνησης και της Βουλής προς άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής εκχωρούνται σε όργανα της Ε.Ε., της Ε.Κ.Τ. και του Δ.Ν.Τ.. Εν ολίγοις, η Βουλή θα εκχωρήσει αρμοδιότητες, που, κατά το Σύνταγμα, ασκούνται από κρατικά όργανα σε όργανα διεθνών οργανισμών. Οι κίνδυνοι για την εθνική κυριαρχία επισημαίνονται και σε δημόσιες δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού. Στο άρθρο 28 του Συντάγματος ορίζεται ότι: « 2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες, που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου, που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.

Η Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο, που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευΐών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας

Συνεπώς το επίμαχο νομοσχέδιο πρέπει να ψηφισθεί με απόλυτη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, ήτοι 180 βουλευτών, κατά την διάταξη της §2 του άρθρου 28 του Συντάγματος, καθόσον αναγνωρίζονται σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες κρατικών οργάνων, για να εξυπηρετηθεί το σπουδαίο εθνικό συμφέρον της σωτηρίας της οικονομίας, ενώ αποκλείεται η ψήφιση με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ήτοι με 151 ψήφους, κατά την· διάταξη της §3 του άρθρου 28 του Συντάγματος, γιατί οι υπαγορευόμενοι από το προαναφερθέν σπουδαίο εθνικό συμφέρον περιορισμοί δεν θεσπίζονται υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Άλλωστε, όταν κυρώθηκε η Συνθήκη Μάαστριχτ και εκχωρήθηκε σε όργανα της Ε.Ε. η άσκηση νομισματικής πολιτικής, η Βουλή αποφάσισε με

Άλλωστε, όταν κυρώθηκε η Συνθήκη Μάαστριχτ και εκχωρήθηκε σε όργανα της Ε.Ε. η άσκηση νομισματικής πολιτικής, η Βουλή αποφάσισε με πλειοψηφία άνω των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, αφού τον Ιούλιο του 1992 εψήφισαν υπέρ της κύρωσης οι βουλευτές Ν.Δ., ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Συνασπισμού.

Οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ψήφισης του επίμαχου νομοσχεδίου συνιστά παραβίαση της διάταξης της §2 του άρθρου 28 του Συντάγματος, που υπονομεύει την τήρηση των συμπεφωνημένων με την Τρόϊκα Επιτήρησης, αφού μπορεί να προσβληθεί στα δικαστήρια και να ακυρωθεί οποιαδήποτε διοικητική πράξη εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του ψηφισθησομένου νομοσχεδίου, ως αντισυνταγματική.

Αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να συνεκτιμηθεί, γιατί, άλλως, όχι μόνο κακοποιείται η συνταγματική τάξη, αλλά εξαρχής και εκ των έσω δυναμιτίζεται η προσπάθεια οικονομικής ανάταξης και ο αγώνας του ελληνικού λαού από … τιτάνιος μπορεί να γίνει… σισύφειος.

 

Ιωάννη Κ. Μαντζουράνη
Δικηγόρου –
Πρώην Γ. Γραμ. Υπουργικού Συμβουλίου

 

(Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=158813)

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ και e-ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Σε ανοικτή στα ΜΜΕ συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την συμμετοχή της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας, ο Πρωθυπουργός εγκαινίασε ένα πρωτόγνωρο δημόσιο διάλογο για τα προβλήματα απονομής δικαιοσύνης, με ένα μεστό σε μηνύματα και νοήματα λόγο και με ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις των Προέδρων Ανωτάτων Δικαστηρίων και του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου.
Η ομόφωνη διαπίστωση δυσλειτουργιών της δικαστικής εξουσίας συνοδεύτηκε από κοινή ομολογία κατεπείγουσας ανάγκης διορθωτικών παρεμβάσεων, καθώς και συγκλίνουσες απόψεις για τα παραγωγικά των δυσλειτουργιών αίτια.

Δικαστές και εισαγγελείς είναι κρατικά όργανα, που απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, με αρμοδιότητα την απονομή δικαιοσύνης και με έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, που διασφαλίζεται με την εφαρμογή των συνταγματικώς (άρθρο 93) κατοχυρωμένων αρχών: α) δημοσιότητας των συνεδριάσεων δικαστηρίων και της απαγγελίας δικαστικών αποφάσεων, β) ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης δικαστικών αποφάσεων και γ) υποχρεοπικής δημοσίευσης γνώμης μειοψηφίας.
Οι προαναφερόμενες αρχές υπακούουν σε μία ενιαία λογική, εξειδικεύουν την εδραιωμένη στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό αρχή διαφάνειας των διαδικασιών παραγωγής αποφάσεων της κρατικής εξουσίας και αποτελούν θεσμικό αντίβαρο στο καταρχήν ανέλεγκτο της δικαστικής λειτουργίας, αφού ύπαρξη συντεταγμένης εξουσίας με μόνον εσωτερικό και χωρίς εξωτερικό έλεγχο υποθάλπει αυθαιρεσία και δημιουργεί μη ανεκτή ρωγμή στη δημοκρατική αρχή.

Η δικαστική ανεξαρτησία περιλαμβάνει απαγόρευση κάθε ετεροκαθορισμού της δικανικής πεποίθησης (λειτουργική ανεξαρτησία) και εγγύηση του προσωπικού υπηρεσιακού καθεστώτος δικαστών με κανονιστικούς φραγμούς σε έξωθεν και έσωθεν επεμβάσεις (προσωπική ανεξαρτησία).

Έξωθεν επεμβάσεις από όργανα της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας είτε από φορείς ιδιωτικής ισχύος πάντοτε επιχειρούνται με διαμεσολάβηση εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, αφού ουδείς επεμβαίνει απευθείας σε δικαστή και εισαγγελέα χο>ρίς διαμεσολάβηση στελέχους ανώτερης ιεραρχικής βαθμίδας. Έσωθεν επεμβάσεις καλύπτονται με συναδελφικό μανδύα.

Δικαστική ανεξαρτησία χωρίς δημόσιο έλεγχο δικαστικών και εισαγγελικών πράξεων και παραλείψεοιν καταλήγει σε αυθαιρεσία. Βρίθουν τα παραδείγματα από το απώτερο και πρόσφατο παρελθόν. Η οργανωμένη και συστηματική επιχείρηση κάμψης του δικαστικού φρονήματος με εργαλείο την ανακριτική έρευνα αξιόποινης συμπεριφοράς συγκεκριμένων δικαστών και εισαγγελέων, που κατέληξε σε «κυνήγι μαγισσών» μετά την αποκάλυψη του καλούμενου «παραδικαστικού κυκλώματος», καθώς και η προστασία ανακριτών και εισαγγελέων, που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εξετέλεσαν διατεταγμένη υπηρεσία φορέων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, αποκαλύπτει τις αδυναμίες των μηχανισμών αυτοελέγχου, που από την φύση του είναι ατελέσφορος και κολοβός, όταν δεν αυτοακυρώνεται με την υποταγή σε συντεχνιακή νοοτροπία.

Ανεξάρτητος είναι μόνον ο δικαστής κατά την απονομή δικαιοσύνης, όχι όμως και η απονομή δικαιοσύνης ως κρατική λειτουργία.
Απαγορεύεται μόνον η παρέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο και στο υπηρεσιακό καθεστώς δικαστή, η οποία αμέσως ή εμμέσως οδηγεί σε ετεροκαθορισμό δικαστικής κρίσης.
Η οργάνωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας είναι υπόθεση όχι αποκλειστικώς και μόνον της δικαστικής εξουσίας αλλά του κράτους συνολικώς, δηλαδή και της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Άρα, η συνολική ευθύνη για ορθή απονομή δικαιοσύνης είναι κρατική ευθύνη, για την οποία η Βουλή ελέγχει την Κυβέρνηση, που λογοδοτεί στη Βουλή.

Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι υπό κατάρρευση. Τα προτεινόμενα από την ηγεσία της δικαστικής εξουσίας μέτρα είναι ορθά και πρέπει να τύχουν της αποδοχής δικηγόρων και δικαστικών υπαλλήλων έστω και με θυσίες κεκτημένων.
Ποιότητα και ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης δεν επιτυγχάνονται με διακηρύξεις καλών προθέσεων και ευχολόγια, χρειάζονται τολμηρές νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης για ριζικές αλλαγές, διάθεση οικονομικών πόρων για βελτίωση υλικοτεχνικών υποδομών και ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί κάθε δικαιολογία για χαμηλή παραγωγικότητα, απαράδεκτη βραδύτητα και κακή ποιότητα παραγόμενου έργου, αφού είναι υποκριτικό να απαιτείται το ανέφικτο από κρατικούς λειτουργούς, που στερούνται γραφείου, γραμματειακής βοήθειας και ηλεκτρονικής υποστήριξης.

Κεντρική κυβερνητική επιλογή είναι η διαφάνεια. Όταν το κυρίαρχο πολιτικό σύνθημα: «όλα στο φως» μετουσιώνεται σε πράξη με νόμο, που επιβάλλει δημοσίευση όλων των διοικητικών πράξεων με οικονομική επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου στο διαδίκτυο, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να απονέμεται στο μισοσκόταδο. Δημόσια συνεδρίαση δικαστηρίων και απαγγελία δικαστικών αποφάσεων, με ειδική και πλήρη αιτιολογία, καθώς και δημοσίευση μειοψηφικής γνώμης δεν αρκούν για να ικανοποιηθεί το καθολικό αίτημα διαφάνειας «για όλους και για όλα». Όσοι υψώνουν αναχώματα αδιαφάνειας, δεν πρέπει να ενοχλούνται από την λαϊκή αμφισβήτηση, γιατί μόνον όσοι προσφέρονται σε δημόσιο έλεγχο, δικαιούνται να αξιώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Η νομοθέτηση υποχρεωτικής ανάρτησης στο διαδίκτυο όλων των αποφάσεων δικαστηρίων, δικαστικών συμβουλίων, ανακριτικών και εισαγγελικών διατάξεων και πειθαρχικών αποφάσεων, αποτελεί όρο «εκ των ων ουκ άνευ» για πλήρη διαφάνεια στο δικαστικό σύστημα, έτσι ώστε:
α) όλοι να γνωρίζουν «που, πότε, ποιοι, για ποιους, πως, γιατί και τι» ακριβώς αποφασίζουν και να κρίνονται οι κρίνοντες,

β) δικαστές και εισαγγελείς να προστατεύονται από έξωθεν και έσωθεν επεμβάσεις και να αποκλείονται πιέσεις, που μετά τις πρόσφατες τραυματικές εμπειρίες στην δικαστική ιδιόλεκτο ονομάζονται «σιδέρωμα» και «σανίδωμα» του ελεύθερου δικαστικού φρονήματος,

γ) να περιορίζονται φαινόμενα κορπορατισμού, που προσιδιάζουν σε συντεχνίες επαγγελματιών και δεν επιτρέπονται σε δημόσιους λειτουργούς με αποστολή την απονομή δικαιοσύνης και

δ) να αποφεύγονται εκδηλώσεις συναδελφικής αλληλεγγύης σε αξιόμεμπτες συμπεριφορές, που ταιριάζουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά δεν αρμόζουν σε δικαστικούς σχηματισμούς, όπως λ.χ. το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

Η καθιέρωση πλήρους διαφάνειας με εφαρμογή διαδικασιών ηλεκτρονικής δικτύωσης στο δικαστικό σύστημα απαιτεί ψήφιση διάταξης νόμου, όπου θα προβλέπεται δημιουργία ιστότοπου σε κάθε δικαστήριο / εισαγγελία, καθώς και υποχρεωτική ανάρτηση όλων των δικαστικών αποφάσεων, εισαγγελικών διατάξεων, αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων στον αντίστοιχο ιστότοπο. Το προτεινόμενο μέτρο υλοποιείται με χαμηλό οικονομικό κόστος και με αξιοποίηση του υπάρχοντος προσωπικού. Ενστάσεις για δήθεν παραβίαση διατάξεων για προστασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων δεν βρίσκουν έρεισμα στις συνταγματικές αρχές της δημόσιας συνεδρίασης δικαστηρίων και απαγγελίας δικαστικών αποφάσεων, με ειδική και πλήρη αιτιολόγηση, που σημαίνει ότι κάθε πολίτης μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, αρκεί να παρίσταται στην αντίστοιχη αίθουσα συνεδρίασης δικαστηρίου, όπου ουδείς μπορεί να παρεμποδίσει την είσοδο του. Η γερμανική εμπειρία μπορεί να αποτελέσει οδηγό και παράδειγμα προς μίμηση.
Όσοι φοβούνται τη διαφάνεια στην απονομή δικαιοσύνης θα ανακαλύψουν δικαιολογίες και θα κατασκευάσουν προσχήματα. Όσοι νοιάζονται για ανεξαρτησία και δημόσιο δημοκρατικό έλεγχο της δικαστικής εξουσίας οφείλουν να τολμήσουν.
Απέκδυση ευθυνών και μετάθεση υποχρεώσεων οδηγεί σε ολοσχερή απαξίωση τόσον το πολιτικό όσον και το δικαστικό σύστημα.

Πρωθυπουργός και Κυβέρνηση δεσμεύονται από αντίστοιχη λαϊκή εντολή. Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Κυβέρνηση. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη.