ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ: ΟΝΕΙΡΟ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Είναι γνωστό ότι η αγορά είναι ο θεσμός που φέρνει σε επικοινωνία πωλητές και αγοραστές με σκοπό την ανταλλαγή οικονομικών αγαθών και χρήματος για άμεση ή μελλοντική παροχή. Έτσι, το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς είναι η επικοινωνία μεταξύ πωλητών και αγοραστών. Σε κάθε καπιταλιστική οικονομία λειτουργούν επιμέρους αγορές, που συνήθως ταξινομούνται ανάλογα με τον τύπο των διακινούμενων αγαθών ή υπηρεσιών.
Από αυτές τις επιμέρους αγορές, ίσως η πιο σημαντική για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι η αγορά εργασίας, γιατί καθορίζει τις συνθήκες διαβίωσης κάθε εργαζόμενου, στο βαθμό που ρυθμίζει το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής εργασίας αλλά και τις αποδοχές του, οι οποίες είναι το βασικό – αν όχι το μοναδικό – εισόδημα του εργαζόμενου, το οποίο καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και των μελών της οικογένειάς του.
Με τον όρο αγορά εργασίας νοούνται όλα τα όργανα και οι διαδικασίες με τις οποίες οι προσφέροντες και οι αναζητούντες εργασία έρχονται σε επαφή και καταλήγουν σε συμφωνίες, που δεσμεύουν αλλήλους, άλλως οι όροι της προσφοράς και ζήτησης εργασίας σε ορισμένα ή όλα τα είδη απασχόλησης. Επειδή όμως η αγορά εργασίας είναι ένα ατελές αντίγραφο της παραγωγικής αγοράς, ούτε διαθέτει εξ ολοκλήρου τις ανάλογες λειτουργίες της αγοράς, που επιτρέπουν σε κάθε συναλλασσόμενο να επωφελείται από την εξέλιξη της τιμής ανεξάρτητα από τις προσωπικές συνθήκες του, ούτε επιτυγχάνει το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης. Η διαπραγμάτευση στην αγορά εργασίας υπογραμμίζει μάλλον τις διαφορές παρά τις ομοιότητες με άλλες αγορές. Έτσι εξηγείται και η έντονη ενστικτώδης αποστροφή της εργατικής τάξης στην αντιμετώπιση της εργασίας ως ένα απλό οικονομικό αγαθό και συνακόλουθα της αγοράς εργασίας ως όμοιας με οποιαδήποτε άλλη αγορά. Και αυτό, γιατί στη πράξη οι διαφορές μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι σημαντικές και δεν πρέπει να αποσιωπώνται, ιδίως ενόψει του ότι στην αγορά εργασίας οι παράγοντες της προσφοράς και ζήτησης λειτουργούν με όρους άνισης ισχύος, που αναπόφευκτα επιδρά πάντοτε στην ατομική σχέση εργαζόμενου και εργοδότη και συχνότατα στη συλλογική σχέση εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων.
Στο πλαίσιο ανισορροπίας δυνάμεων στις σχέσεις εργαζομένων και εργοδοτών οι ρυθμίσεις, που εισάγονται με το «εργασιακό» νομοσχέδιο, που αυτές τις μέρες συζητεί η Βουλή, καταλύουν τις βασικές συνθήκες στοιχειώδους λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αφού οι νόμοι της προσφοράς και ζήτησης επικαθορίζονται από τα «δώρα» και προνόμια της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη στην εργοδοσία, με λογικό συνεπακόλουθο η πλάστιγγα να γέρνει πάντα προς την πλευρά των εργοδοτών.
Ειδικότερα το υπό ψήφιση νομοσχέδιο:
α) ουσιαστικά καταργούνται οι συλλογικές συμβάσεις και έτσι διευκολύνονται η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων, οι ανεξέλεγκτες απολύσεις εξαιτίας της μειωμένης διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, που δήθεν μπορούν να διαπραγματευθούν κατ’ άτομο επί ίσοις όροις με τους εργοδότες για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής εργασίας, ιδίως μάλιστα όταν αποδυναμώνεται ο δικαστικός έλεγχος των αυθαίρετων απολύσεων και η ανεργία απειλεί τη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων και των οικογενειών τους,
β) επιτίθεται με άνευ προηγουμένου βαναυσότητα στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, περιορίζει αφόρητα το δικαίωμα της απεργίας και με τιμωρητικές διατάξεις, που θα ζήλευε και η Χούντα των συνταγματαρχών, επιδιώκει την κατατρομοκράτηση των εργαζομένων έτσι ώστε να δυσχεραίνονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις και να παρεμποδίζεται η συμμετοχή στη συλλογική διεκδίκηση των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους,
γ) καταργείται το οκτάωρο και επιτρέπεται η διευθέτηση του χρόνου, του τόπου και τρόπου εργασίας, ύστερα από ατομική διαπραγμάτευση εργαζομένου και εργοδότη, που στην ουσία σημαίνει άνευ όρων παράδοση και υποταγή του εργαζομένου στην ανεξέλεγκτη κρίση του εργοδότη,
δ) παρέχεται στους εργοδότες η ευχέρεια επιλογής δεκάωρης εργασίας, ευέλικτου ωραρίου στη μερική απασχόληση, διπλασιασμού φθηνών ή και απλήρωτων υπερωριών, που αμείβονται με χορήγηση ρεπό,
ε) ενθαρρύνει την υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης με ταυτόχρονη μείωση αποδοχών και με αναπόφευκτη συνέπεια την εξάλειψη κάθε κινήτρου για νέες προσλήψεις,
στ) υποβαθμίζει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με την αποδυνάμωση του ΣΕΠΕ, που από δημόσια υπηρεσία μετατρέπεται σε Ανεξάρτητη Αρχή,
ζ) επιβάλλει στην Ελλάδα καθεστώς ελαστικής φθηνής εργασίας χωρίς δικαιώματα, ελέγχους και κανόνες και ανάγει την εργασιακή επισφάλεια σε προϋπόθεση ανάπτυξης.
Με δεδομένες τις ρυθμίσεις για απλήρωτες υπερωρίες, για κατάργηση του οκταώρου εργασίας και θέσπιση του δεκάωρου εργασίας και μάλιστα με αντάλλαγμα τη χορήγηση ρεπό είναι ηλίου φαεινότερο ότι μειώνονται οι αποδοχές των εργαζομένων.
Και αυτό, γιατί ουδείς εργαζόμενος μπορεί να πληρώσει στο super market με 1 ή 2 ρεπό για να αγοράσει δύο κιλά κρέας, μολονότι έχει εργασθεί περισσότερες από οκτώ (8) ώρες. Αυτό σημαίνει ότι με τη χορήγηση ρεπό για υπερεργασία ή υπερωρίες αντί κανονικών αποδοχών σε χρήμα μειώνεται δραστικώς η πραγματική αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, η οποία δεν αντισταθμίζεται από την αξία του ελαιόκαρπου, που θα μαζέψουν οι «ρεπατζήδες» κατά την αλαζονική και υπεροπτική επιχειρηματολογία του Κ. Χατζηδάκη, που με ανενδοίαστη έπαρση υποδύεται τον προβατόσχημο λύκο.
Τελικά, με το καλούμενο εργασιακό νομοσχέδιο επιδιώκεται μια βίαιη αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων και προς όφελος των εργοδοτών, που χωρίς ψιμύθια και με προκλητική ωμότητα αποκαλύπτει τον ακραία ταξικό χαρακτήρα της επιχειρούμενης νομοθετικής παρέμβασης της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη.
Με την εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα αρχίζει η δήμευση και εκποίηση της λαϊκής περιουσίας.
Με το εξαγγελθέν ασφαλιστικό νομοσχέδιο προετοιμάζεται η υφαρπαγή των εισφορών ασφαλισμένων και συνταξιούχων και το «τζογάρισμα» των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων στις ντόπιες και ξένες χρηματαγορές, σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της κοινωνικής και διαγενεακής αλληλεγγύης και με αναπόδραστη συνέπεια την περικοπή αρχικά των επικουρικών και μετέπειτα των κύριων συντάξεων.
Οι προαναφερόμενες τρεις (3) νομοθετικές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη έχουν κοινή ιδεολογική αφετηρία, αφού προέρχονται από τη μήτρα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, και κοινή πολιτική στόχευση, στο μέτρο που μεθοδεύουν την κατασκευή ενός ασφυκτικού νομικού πλέγματος, το οποίο θα μεταβάλλει την Ελλάδα σε ειδική οικονομική ζώνη με υπαμειβόμενους εργαζόμενους, πτωχευμένους πολίτες και χαμηλοσυνταξιούχους.
Με αυτές τις άγριες επιθέσεις στα δικαιώματα και συμφέροντα των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων και των μικροεπιχειρηματιών και με τις απροκάλυπτα ταξικές ρυθμίσεις υπέρ του Κεφαλαίου και σε βάρος των δυνάμεων της Εργασίας, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια μεγάλη κοινωνική και οικονομική περιπέτεια με απροσδιόριστες επιπτώσεις για το παρόν και το μέλλον της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας των αδύναμων και μη προνομιούχων Ελλήνων.