Ι.Κ. ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ - Ι.Ν. ΜΑΓΓΑΝΙΑΡΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ : ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ: ΟΝΕΙΡΟ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Author Archives: [email protected]

ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ: ΟΝΕΙΡΟ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Είναι γνωστό ότι η αγορά είναι ο θεσμός που φέρνει σε επικοινωνία πωλητές και αγοραστές με σκοπό την ανταλλαγή οικονομικών αγαθών και χρήματος για άμεση ή μελλοντική παροχή.  Έτσι, το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς είναι η επικοινωνία μεταξύ πωλητών και αγοραστών. Σε κάθε καπιταλιστική οικονομία λειτουργούν επιμέρους αγορές, που συνήθως ταξινομούνται ανάλογα με τον τύπο των διακινούμενων αγαθών ή υπηρεσιών.

Από αυτές τις επιμέρους αγορές, ίσως η πιο σημαντική  για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι η αγορά εργασίας, γιατί καθορίζει τις συνθήκες διαβίωσης κάθε εργαζόμενου, στο βαθμό που ρυθμίζει το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής εργασίας αλλά και τις αποδοχές του, οι οποίες είναι το βασικό – αν όχι το μοναδικό – εισόδημα του εργαζόμενου, το οποίο καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και των μελών της οικογένειάς του.

Με τον όρο αγορά εργασίας νοούνται όλα τα όργανα και οι διαδικασίες με τις οποίες οι προσφέροντες και οι αναζητούντες εργασία έρχονται σε επαφή και καταλήγουν σε συμφωνίες, που δεσμεύουν αλλήλους, άλλως οι όροι της προσφοράς και ζήτησης εργασίας σε ορισμένα ή όλα τα είδη απασχόλησης.  Επειδή όμως η αγορά εργασίας είναι ένα ατελές αντίγραφο της παραγωγικής αγοράς, ούτε διαθέτει εξ ολοκλήρου τις ανάλογες λειτουργίες της αγοράς, που επιτρέπουν σε κάθε συναλλασσόμενο να επωφελείται από την εξέλιξη της τιμής ανεξάρτητα από τις  προσωπικές συνθήκες του, ούτε επιτυγχάνει το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης.  Η διαπραγμάτευση στην αγορά εργασίας υπογραμμίζει μάλλον τις διαφορές παρά τις ομοιότητες με άλλες αγορές.  Έτσι εξηγείται και η έντονη ενστικτώδης αποστροφή της εργατικής τάξης στην αντιμετώπιση της εργασίας ως ένα απλό οικονομικό αγαθό και συνακόλουθα της αγοράς εργασίας ως όμοιας με οποιαδήποτε άλλη αγορά.  Και αυτό, γιατί στη πράξη οι διαφορές μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι σημαντικές και δεν πρέπει να αποσιωπώνται, ιδίως ενόψει του ότι στην αγορά εργασίας οι παράγοντες της προσφοράς και ζήτησης λειτουργούν με όρους άνισης ισχύος, που αναπόφευκτα επιδρά πάντοτε στην ατομική σχέση εργαζόμενου και εργοδότη και συχνότατα στη συλλογική σχέση εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων.

Στο πλαίσιο ανισορροπίας δυνάμεων στις σχέσεις εργαζομένων και εργοδοτών οι ρυθμίσεις, που εισάγονται με το «εργασιακό» νομοσχέδιο, που αυτές τις μέρες συζητεί η Βουλή, καταλύουν τις βασικές συνθήκες στοιχειώδους λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αφού οι νόμοι της προσφοράς και ζήτησης επικαθορίζονται από τα «δώρα» και προνόμια της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη στην εργοδοσία, με λογικό συνεπακόλουθο η πλάστιγγα να γέρνει πάντα προς την πλευρά των εργοδοτών.

Ειδικότερα το υπό ψήφιση νομοσχέδιο:

α) ουσιαστικά καταργούνται οι συλλογικές συμβάσεις και έτσι διευκολύνονται η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων, οι ανεξέλεγκτες απολύσεις εξαιτίας της μειωμένης διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, που δήθεν μπορούν να διαπραγματευθούν κατ’ άτομο επί ίσοις όροις με τους εργοδότες για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής εργασίας, ιδίως μάλιστα όταν αποδυναμώνεται ο δικαστικός έλεγχος των αυθαίρετων απολύσεων και η ανεργία απειλεί τη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων και των οικογενειών τους,

β)  επιτίθεται με άνευ προηγουμένου βαναυσότητα στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, περιορίζει αφόρητα το δικαίωμα της απεργίας και με τιμωρητικές διατάξεις, που θα ζήλευε και η Χούντα των συνταγματαρχών, επιδιώκει την κατατρομοκράτηση των εργαζομένων έτσι ώστε να δυσχεραίνονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις και να παρεμποδίζεται η συμμετοχή στη συλλογική διεκδίκηση των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους,

γ)  καταργείται το οκτάωρο και επιτρέπεται η διευθέτηση του χρόνου, του τόπου και τρόπου εργασίας, ύστερα από ατομική διαπραγμάτευση εργαζομένου και εργοδότη, που στην ουσία σημαίνει άνευ όρων παράδοση  και υποταγή του εργαζομένου στην ανεξέλεγκτη κρίση του εργοδότη,

δ)  παρέχεται στους εργοδότες η ευχέρεια επιλογής δεκάωρης εργασίας, ευέλικτου ωραρίου στη  μερική απασχόληση, διπλασιασμού φθηνών ή και απλήρωτων υπερωριών, που αμείβονται με χορήγηση ρεπό,

ε) ενθαρρύνει την υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης με ταυτόχρονη μείωση αποδοχών και με αναπόφευκτη συνέπεια την εξάλειψη κάθε κινήτρου για νέες προσλήψεις,

στ)  υποβαθμίζει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με την αποδυνάμωση του ΣΕΠΕ, που από δημόσια υπηρεσία μετατρέπεται σε Ανεξάρτητη Αρχή,

ζ) επιβάλλει στην Ελλάδα καθεστώς ελαστικής φθηνής εργασίας χωρίς δικαιώματα, ελέγχους και κανόνες και ανάγει την εργασιακή επισφάλεια σε προϋπόθεση ανάπτυξης.

Με δεδομένες τις ρυθμίσεις για απλήρωτες υπερωρίες, για κατάργηση του οκταώρου εργασίας και θέσπιση του δεκάωρου εργασίας και μάλιστα με αντάλλαγμα τη χορήγηση ρεπό είναι ηλίου φαεινότερο ότι μειώνονται οι αποδοχές των εργαζομένων.

Και αυτό, γιατί ουδείς εργαζόμενος μπορεί να πληρώσει στο super market με 1 ή 2 ρεπό για να αγοράσει δύο κιλά κρέας, μολονότι έχει εργασθεί περισσότερες από οκτώ (8) ώρες.  Αυτό σημαίνει ότι με τη χορήγηση ρεπό για υπερεργασία ή υπερωρίες αντί κανονικών αποδοχών σε χρήμα μειώνεται δραστικώς η πραγματική αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, η οποία δεν αντισταθμίζεται από την αξία του ελαιόκαρπου, που θα μαζέψουν οι «ρεπατζήδες» κατά την αλαζονική και υπεροπτική επιχειρηματολογία του Κ. Χατζηδάκη, που με ανενδοίαστη έπαρση υποδύεται τον προβατόσχημο λύκο.

Τελικά, με το καλούμενο εργασιακό νομοσχέδιο επιδιώκεται μια βίαιη αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων και προς όφελος των εργοδοτών, που χωρίς ψιμύθια και με προκλητική ωμότητα αποκαλύπτει τον ακραία ταξικό χαρακτήρα της επιχειρούμενης νομοθετικής παρέμβασης της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη.

Με την εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα αρχίζει η δήμευση και εκποίηση της λαϊκής περιουσίας.

Με το εξαγγελθέν ασφαλιστικό νομοσχέδιο προετοιμάζεται η υφαρπαγή των εισφορών ασφαλισμένων και συνταξιούχων και το «τζογάρισμα» των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων στις ντόπιες και ξένες χρηματαγορές, σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της κοινωνικής και διαγενεακής αλληλεγγύης και με αναπόδραστη συνέπεια την περικοπή αρχικά των επικουρικών και μετέπειτα των κύριων συντάξεων.

Οι προαναφερόμενες τρεις (3) νομοθετικές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη έχουν κοινή ιδεολογική αφετηρία, αφού προέρχονται από τη μήτρα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, και κοινή πολιτική στόχευση, στο μέτρο που μεθοδεύουν την κατασκευή ενός ασφυκτικού νομικού πλέγματος, το οποίο θα μεταβάλλει την Ελλάδα σε ειδική οικονομική ζώνη με υπαμειβόμενους εργαζόμενους, πτωχευμένους πολίτες και χαμηλοσυνταξιούχους.

Με αυτές τις άγριες επιθέσεις στα δικαιώματα και συμφέροντα των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων και των μικροεπιχειρηματιών και με τις απροκάλυπτα ταξικές ρυθμίσεις υπέρ του Κεφαλαίου και σε βάρος των δυνάμεων της Εργασίας, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια μεγάλη κοινωνική και οικονομική περιπέτεια με απροσδιόριστες επιπτώσεις για το παρόν και το μέλλον της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας των αδύναμων και μη προνομιούχων Ελλήνων.

ΝΕΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΟΤΑ: ΟΠΙΣΘΕΝ ΟΛΟΤΑΧΩΣ

Στις αμέσως προσεχείς ημέρες το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών για την «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών» γίνεται νόμος του κράτους μόνο με τις ψήφους της ΝΔ.

Οι βασικές επιλογές, που συγκροτούν το σκληρό πυρήνα του εκλογικού συστήματος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, καταστρώνονται  στα άρθρα 24-26 για τις δημοτικές αρχές και στα άρθρα 57-60 για τις περιφερειακές αρχές.

Με τις παραπάνω διατάξεις θεωρείται επιτυχών ο συνδυασμός, ο οποίος πλειοψήφησε με μεγαλύτερο του 43% + 1 ποσοστό επί του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, εκλέγει Δήμαρχο και Περιφερειάρχη και ταυτοχρόνως εκλέγει το 60% των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων, ενώ σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων.

Επίσης προβλέπεται ότι επιτυχών συνδυασμός με ποσοστό έως και 60% των έγκυρων ψηφοδελτίων εκλέγει τα 3/5 του συνόλου των εδρών στο δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο, ενώ σε περίπτωση, που στην αρχική ψηφοφορία ο επιτυχών συνδυασμός έλαβε μεγαλύτερο του 60% + 1 ποσοστό του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, οι έδρες κάθε συνδυασμού κατανέμονται αναλογικώς.

Συν τοις άλλοις, τίθεται όριο 3% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων κατά την αρχική ψηφοφορία για να έχει δικαίωμα εκλογής δημοτικού ή περιφερειακού συμβούλου ένας συνδυασμός.

Δηλωμένη επιδίωξη και δικαιολογία αυτών των ρυθμίσεων είναι «θέσπιση ενός …….. νομικού πλαισίου …. που επιτρέπει την επιτυχή και παραγωγική διοίκηση των τοπικών υποθέσεων από τους ΟΤΑ …» (άρθρο 1) με το επιχείρημα της ανάγκης θεραπείας της «ακυβερνησίας», που έφερε σε δήμους και περιφέρειες η απλή αναλογική του «Κλεισθένη».

Ωστόσο οι δυσλειτουργίες, που προκάλεσε στη διοίκηση των ΟΤΑ το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, τις οποίες η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αναγνωρίσει και δεσμευθεί να διορθώσει, αλλά δεν υλοποίησε λόγω κυβερνητικής αλλαγής μετά τις εκλογές την 19-7-2019, επ’ ουδενί λόγω δικαιολογούν την επάνοδο στον εκλογικό νόμο του 2006.  Πράγματι το υιοθετούμενο εκλογικό σύστημα αντιγράφει το νόμο, που η ΝΔ έθεσε σε ισχύ το 2006 και κατέβαζε το αναγκαίο για την εκλογή δημάρχου και την εξασφάλιση απόλυτης πλειοψηφίας στον επιτυχόντα συνδυασμό ποσοστό από το 50%+1 στο 42%+1 των έγκυρων ψηφοδελτίων, με μοναδική διαφορά ότι σήμερα το εν λόγω ποσοστό ανέρχεται σε 43%+1.

Το θεσπιζόμενο εκλογικό σύστημα των δημοτικών και περιφερειακών αρχών αποτελεί εκλεκτική και ιδιότυπη σύνθεση, που ευχερώς μπορεί να χαρακτηρισθεί πλειοψηφικό σύστημα ή επιεικέστερον σύστημα υπερενισχυμένης αναλογικής. Κυριαρχική συνιστώσα και πρωταρχική επιδίωξή του είναι η εξασφάλιση μονοπαραταξιακής «κυβερνητικής σταθερότητας» στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας, και μάλιστα διαμέσου όχι απλώς μιας οριακής – ενδεχομένως – πλειοψηφίας αλλά διαμέσου μιας συμπαγούς και άνετης πλειοψηφίας, που προκύπτει από τις ψήφους μόνον του 43% +1 των έγκυρων ψηφοδελτίων. Η εξασφάλιση μονοπαραταξιακής «κυβερνητικής σταθερότητας» με την καθοριστική διαμεσολάβηση του εκλογικού συστήματος κατά την ανάδειξη των δημοτικών και περιφερειακών οργάνων,  που διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες, συνιστά άλλωστε  κυρίαρχη επιλογή του πολιτικού συστήματος και της έννομης τάξης στην Ελλάδα.

Τα εν λόγω βασικά γνωρίσματα σφραγίζουν όχι μόνο το υιοθετούμενο εκλογικό σύστημα των δημοτικών και περιφερειακών αρχών λειτουργών, αλλά και άλλα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 1974, έτσι ώστε η συμπαγής και άνετη δημοτική πλειοψηφία εξακολουθεί, εκτός απροόπτου, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετούς θητείας των δημοτικών και περιφερειακών λειτουργών να ελέγχει όλα ανεξαιρέτως τα μονοπρόσωπα και συλλογικά όργανα των ΟΤΑ, που διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπό αυτούς τους όρους, το υπό ψήφιση εκλογικό σύστημα δεν αφήνει περιθώρια για το σχηματισμό θυλάκων τοπικής εξουσίας, που να μην ελέγχονται αποτελεσματικώς από την εκάστοτε πλειοψηφία.

Με αυτά τα δεδομένα, το θεσπιζόμενο εκλογικό σύστημα αντίκειται προς θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Ειδικώτερον:

α) είναι αντίθετο προς τη συνταγματική αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου,

β) συρρικνώνει και νοθεύει τις βάσεις του αντιπροσωπευτικού συστήματος, και

γ) οδηγεί στην απονεύρωση της κορυφαίας αρχής του πολιτεύματος μας — της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας — στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας.

Άρα, το νεοεισαγόμενο εκλογικό σύστημα, υπό ουδεμία ερμηνευτική εκδοχή, μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται έστω και κατ’ οικονομία με το Σύνταγμα.

Και αυτό, γιατί δεν υπηρετεί τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη σταθερή μέριμνα του κοινού νομοθέτη, η οποία πρέπει να αποσκοπεί στην εκπροσώπηση όλων των υπαρκτών τάσεων του εκλογικού σώματος στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, δηλαδή να διασφαλίζει την αντιστοιχία των ψήφων, που λαμβάνουν οι διάφοροι συνδυασμοί, με την εκπροσώπηση  τους στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, ενώ τυχόν αποκλίσεις πρέπει να συμβάλουν στην εξασφάλιση κυβερνησιμότητας με τις απολύτως αναγκαίες «εκπτώσεις» στην εκπροσώπηση των πιο ολιγάριθμων πολιτικών δυνάμεων.

Εν προκειμένω επισημαίνονται τα εξής:

α) Το Σύνταγμα δεν αναθέτει στον κοινό νομοθέτη εν λευκώ τον καθορισμό του εκλογικού συστήματος τόσον στις βουλευτικές όσον και στις δημοτικές εκλογές.

β) Ο κοινός νομοθέτης οριοθετείται και περιορίζεται από τις οργανωτικές βάσεις του δημοκρατικού, αντιπροσωπευτικού, πολυκομματικού και κοινοβουλευτικού πολιτεύματος ιδίως από την ισότητα της ψήφου ως συνταγματικό optimum και από την αντιπροσωπευ­τική σύνθεση τόσον της Βουλής όσον και των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων, ως αντανάκλαση του πολυκομμα­τικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.

γ) Η αναλογική εκλογή είναι πράγματι το προνομιακό εκλογικό σύστημα, που υλοποιεί κατά τον πληρέστερο τρόπο την ισότητα της ψήφου.

δ) Είναι καταρχήν συνταγματικά ανεκτές αποκλίσεις, εφόσον θεμελιώ­νονται σε μια θεσμική θεώρηση των αναγκών της πολιτικής συγκυρίας, είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την ακώλυτη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής, είναι επικουρικές και δεν αποκλείουν την εκπροσώπηση υπαρκτών πολιτικών δυνάμεων, που σημαίνει ότι – εκτός από κυβερνησιμότηταεξασφαλίζουν και μια – έστω σχετική – ισοδυναμία των ψήφων των πολιτών.

Κατά συνέπεια, το Σύνταγμα δεν μπορεί να δώσει πλήρη απάντηση στο πρόβλημα του εκλογικού συστήματος, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, γιατί είναι από τη φύση του ελλειπτικό και ολιγόλογο, πλην όμως θέτει όρια στην σχετική αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη, τα οποία υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, πλην όμως η μέχρι σήμερα νομολογία των αρμόδιων δικαστηρίων αντιμετωπίζει τα ζητήματα συνταγματικότητας ή μη των επιλογών του κοινού νομοθέτη με ιδιαίτερη συστολή αν όχι και δειλία, έτσι ώστε να είναι σχεδόν κοινά αποδεκτό ότι ο δικαστικός έλεγχος ενός εκλογικού συστήματος στην Ελλάδα είναι από ανύπαρκτος έως αλυσιτελής.

Για την ευθυγράμμιση του εκλογικού συστήματος των δημοτικών και περιφερειακών αρχών προς το περιεχόμενο των παραπάνω θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος και των επιμέρους επιταγών, που απορρέουν από αυτές, μόνο μία λύση προσφέρεται: η καθιέρωση ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος με τις λειτουργικώς αναγκαίες αποκλίσεις, το οποίο και κυβερνησιμότητα εξασφαλίζει και την ισοδυναμία της ψήφου σέβεται.  Μια ενδεδειγμένη λύση είναι η κατάρτιση και ψήφιση ενός εκλογικού συστήματος, που ο Δήμαρχος και ο Περιφερειάρχης εκλέγεται με το 50%+1 των έγκυρων ψηφοδελτίων και παραλλήλως ο πρωτεύσας συνδυασμός λαμβάνει ένα λογικό μπόνους στον αριθμό των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων.  Η εν λόγω επιλογή μπορεί να απαλλάξει το πολιτικό σύστημα από σταθερώς αναπαραγόμενους μηχανισμούς χειραγώγησης της βούλησης των πολιτών, που στέκονται εμπόδια για την ομαλή λειτουργία και την ανάπτυξη της δημοκρατίας στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας.

Ανακοίνωση για τη λειτουργία της δικηγορικής εταιρείας μας

Ενόψει της πανδημίας του Covid-19 σας ενημερώνουμε ότι η δικηγορική εταιρεία μας τηρεί όλα τα αναγκαία και ενδεδειγμένα από την Πολιτεία μέτρα για την ασφάλεια και υγεία των εταίρων, υπαλλήλων και πελατών της.

Ήδη από την 16-3-2020 έχει ενεργοποιηθεί η εξ αποστάσεως εργασία και είναι δυνατή η απρόσκοπτη εργασία και αδιάκοπη παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών μας στους πελάτες μας.

Η επικοινωνία με τους συνεργάτες μας γίνεται μέσω των email: [email protected] και [email protected], των σταθερών τηλεφώνων: 2103841738 και 2103804415 καθώς και των κινητών τηλεφώνων των εταίρων μας: 6932205327 (Ιωάννης Μαντζουράνης), 6937092622 (Ιωάννης Μαγγανιάρης), 6975067768 (Μαριλένα Γιαννούλη), 6978901366 (Ιωάννα Μαλαβέτα) και 6981449894 (Ουρανία Βλαχέα).

Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας.

ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ ΠΟΙΝΩΝ

Με το νέο ποινολόγιο καθιερώνεται η ειλικρίνεια των ποινών µε την πραγματική έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών και όχι την επιβολή ονοµαστικά αυστηρών ποινών.

Μετά από 70 χρόνια εφαρμογής του Ποινικού Κώδικα, με συχνές τροποποιήσεις και ανολοκλήρωτες προσπάθειες συνολικής αναμόρφωσής του, η κυβέρνηση Α. Τσίπρα θέτει σε δημόσια διαβούλευση ένα σχέδιο Ποινικού Κώδικα, το οποίο γίνεται δεκτό με θετικά σχόλια από τους περισσότερους αρμόδιους επαγγελματικούς και συνδικαλιστικούς φορείς αλλά και την πλειοψηφία των νομικών και ιδίως των ποινικολόγων, χωρίς να λείπουν επικρίσεις για ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.

Κύριο χαρακτηριστικό του υπό διαβούλευση σχεδίου ΠΚ είναι ο εξορθολογισμός των ποινών με προσαρμογή στη σύγχρονη μορφολογία και τυπολογία του εγκλήματος, εναρμόνιση στο ευρωπαϊκό δικαιοπολιτικό κεκτημένο και τις αντίστοιχες εξελίξεις στην ΕΕ και κυρίως σεβασμό στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές του κράτους δικαίου και ειδικότερον της αναλογικότητας.

Με το νέο ποινολόγιο καθιερώνεται η ειλικρίνεια των ποινών με την πραγματική έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών και όχι την επιβολή ονομαστικά αυστηρών ποινών, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, και γι’ αυτό προβλέπεται ότι ποινές φυλάκισης από 3-5 έτη για πλημμελήματα ούτε αναστέλλονται  ούτε μετατρέπονται αλλά εκτίονται στις φυλακές. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας εξαγοράς της ποινής για πλημμελήματα με πλαίσιο ποινής από 3-5 έτη καθώς και η εισαγωγή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας αποτελούν σοβαρές τομές στο υπάρχον σύστημα ποινών, οι οποίες σχεδόν ομοφώνως επιδοκιμάζονται από το νομικό κόσμο.

Οι επικρίσεις για το ύψος της απειλούμενης ποινής σε εγκλήματα, όπως είναι κατοχή εκρηκτικών υλών και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, καθώς και οι διαφωνίες για τη μη αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη ορισμένων εγκλημάτων, όπως λ.χ. η κλοπή, αλλά και για άλλες επιμέρους ρυθμίσεις, που προκαλούν προβληματισμούς, έτυχαν της προσοχής του Υπουργού Δικαιοσύνης και πρόκειται να ληφθούν υπόψη κατά την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ΠΚ, που θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή.

Οι μομφές εναντίον της κυβέρνησης για δήθεν ευνοϊκές ρυθμίσεις είτε υπέρ της Χρυσής Αυγής λόγω μείωσης της ποινής για την πράξη της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης είτε υπέρ αναρχικών, μπαχαλάκηδων και άλλων δραστών παρόμοιων εγκλημάτων εξαιτίας της μείωσης του ορίου των προβλεπόμενων ποινών για τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και της μετατροπής της κατοχής εκρηκτικών υλών σε πλημμέλημα πέραν του ότι ενέχουν σοβαρή αντίφαση, αφού δεν είναι λογικά αναμενόμενο να ευνοούνται ταυτόχρονα τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος χωρίς αφανή ή εμφανή ιδιοτελή αιτία, πολιτική σκοπιμότητα και κομματικό συμφέρον, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού πρόκειται για προϊόν μακρόχρονης εργασίας επιτροπής ειδικών επιστημόνων εγνωσμένου κύρους, που εκπροσωπούν θεσμικούς φορείς, και όχι για έργο της κυβέρνησης, που θα φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το τελικό νομοσχέδιο, που θα κατατεθεί στη Βουλή. Σημειωτέον ότι ουδεμία σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει να εξαρτάται από την εκάστοτε τρέχουσα πολιτική συγκυρία και να επηρεάζεται από εν εξελίξει δίκες για σοβαρές υποθέσεις, αφού πάντα υπάρχουν πολιτικές εξελίξεις και εκκρεμείς δίκες και η νομοθέτηση ουδέποτε γίνεται σε δικαστικά και πολιτικά ουδέτερο χρόνο.

Ορθά παρατηρείται ότι η λελογισμένη μείωση των ποινών κατ’ εφαρμογή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας είναι θεμιτή και δικαιοπολιτικά και από την σκοπιά της αντεγκληματικής πολιτικής, πλην όμως πρέπει να συνοδευτεί από αναπροσαρμογή των ορίων και προϋποθέσεων εφαρμογής της υφ’ όρον απόλυσης για να διασφαλίζεται η ουσιαστική έκτιση της επιβαλλόμενης ποινής και η πραγμάτωση των σκοπών της γενικής και ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων.

Παντού και πάντοτε οι ποινικοί κώδικες είναι από τα πιο κρίσιμα για την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης νομοθετήματα, στις διατάξεις τους συμπυκνώνεται το δόγμα του ποινικού δικαίου, που επικρατεί  στην θεωρία και πράξη στη συγκεκριμένη κοινωνία, και γι’ αυτό στο κείμενό τους απεικονίζονται οι αναζητήσεις της θεωρίας και οι απαιτήσεις της πράξης με αναπόφευκτη συνέπεια να είναι αδύνατη η ομοφωνία γύρω από όλα τα αναφυόμενα σχετικά ζητήματα. Οι όποιες αντιρρήσεις, διαφωνίες και επιφυλάξεις μπορεί να αντιμετωπισθούν με διάλογο και πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι σε όλες τις κοινωνίες οι ριζικές αλλαγές προκαλούν ανησυχίες και προβληματισμό σε πολλούς ανθρώπους και φοβικά σύνδρομα σε ορισμένους πολίτες, που αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται, πλην όμως στα δημοκρατικά κράτη το ανέφικτο της ομοφωνίας αντιμετωπίζεται με την καθιέρωση της αρχής της πλειοψηφίας, η οποία στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα ορίζει την κυβέρνηση, που έχει και την τελική ευθύνη της επιλογής και της απόφασης.

 

(Πηγή: https://www.ethnos.gr/apopseis/29955_exorthologismos-kai-eilikrineia-poinon)

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ, Η ΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ

Όταν μια πράξη γίνεται αντικείμενο ελέγχου της ποινικής δικαιοσύνης, τότε παύει να είναι ιδιωτική και προσωπική υπόθεση και γίνεται δημόσια, αφού ο ποινικός έλεγχος αποτελεί αρμοδιότητα του κράτους και ασκείται δημόσια κατ’ επιταγήν του νόμου και για λογαριασμό του κοινωνικού συνόλου.

Οι σεξουαλικές επιλογές και προτιμήσεις κάθε ατόμου είναι απολύτως ελεύθερες και σεβαστές, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν προσβάλλουν βάναυσα την γενετήσια αξιοπρέπεια και ελευθερία άλλων προσώπων και δη ανηλίκων, που αδυνατούν να υπερασπισθούν την γενετήσια αξιοπρέπεια και ελευθερία τους.

Σε αυτές τις περιπτώσεις παραβιάζονται διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που απηχούν τις γενικά παραδεκτές περί δικαίου αντιλήψεις της κοινωνίας. Ως εκ τούτου οι σχετικές παραβάσεις συνεπάγονται  δικαστικό έλεγχο και ποινικό κολασμό με όλες τις συμπαρομαρτούσες δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες αντιστοιχούν στην κοινωνική απαξία της παραβατικής συμπεριφοράς.

Το τεκμήριο αθωότητας ως γενική αρχή του δικαίου προστατεύει αποκλειστικά και μόνον τον ποινικά ελεγχόμενο, δηλαδή τον ύποπτο, τον κατηγορούμενο και τον πρωτόδικα καταδικασθέντα, ενώ τουναντίον δεν λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για τους ιδεολογικούς ομογάλακτους, προσωπικούς φίλους και εν γένει συμπαραστάτες και υποστηρικτές του ποινικά ελεγχόμενου.

Κατά συνέπεια, το τεκμήριο  αθωότητας ισχύει αυστηρά και μόνον για τον Νίκο Γεωργιάδη μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης για την εγκληματική πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, ενώ δεν μπορεί να το επικαλούνται το κόμμα του, η παρέα του, οι φίλοι του και οι συναγωνιστές και  συνοδοιπόροι του.

Η ποινική ευθύνη βαρύνει πρόσωπα και διακρίνεται σαφέστατα από την πολιτική ευθύνη, που επωμίζονται  πολιτικοί  και κόμματα, που ανέχονται και καλύπτουν απεχθείς πράξεις, όπως είναι η παιδεραστία.

Τα ερωτήματα, που εύλογα ανακύπτουν στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι:

α) γιατί η Νέα Δημοκρατία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η παρέα του κλειστού κυκλώματος της κομματικής εξουσίας στο Μοσχάτο καλύπτουν τον Νίκο Γεωργιάδη,

β) γιατί οι υπόλοιποι αξιοπρεπείς πολιτικοί εκπρόσωποι της συντηρητικής παράταξης σιωπούν,

γ) αυτή η εκκωφαντική σιωπή τους οφείλεται σε συναίσθηση ευθύνης για την ένοχη στάση του κόμματός τους ή σε τύψεις συνείδησης για την έλλειψη αιδούς, όπως αυτή περιγράφεται στο γνωστό μύθο του Αισώπου «Ο Ζευς και η Αισχύνη»; και

δ) τελικά ποιος κρατάει ποιον; ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Νίκο Γεωργιάδη ή ο Νίκος Γεωργιάδης τον Κυριάκο Μητσοτάκη; και γιατί;

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/oi-eythynes-h-kalypsh-kai-h-siwph )

17 ΝΟΕΜΒΡΗ 1973 -ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Στο ημερολόγιο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας βρίθουν οι σημαδιακές ημερομηνίες. Πολλές από αυτές έχουν ξεχαστεί, άλλες έχουν διαγραφεί, ενώ για τις περισσότερες και σημαντικότερες γίνεται προσπάθεια να καταντήσουν απλές «εορταστικές επέτειοι», δηλαδή κατά το κοινώς λεγόμενο πανηγύρι. Η ιστορική μνήμη ωθείται από αντιδραστικές ή και συντηρητικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για να μεταμορφωθεί σε κλίβανο απολύμανσης των ζωντανών μηνυμάτων του Λαού. Είναι εμφανής η προσπάθεια να εκτονωθεί η δυναμική σημασία μιας σημαδιακής ημερομηνίας, όπως 17η Νοέμβρη 1973, και να συρρικνωθεί το νόημα της λαϊκής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, να στενέψει σε περιεχόμενο και να ευνουχίσει σαν πολιτική παρουσία και ιστορικό κατηγόρημα το Πολυτεχνείο.

Όμως για το λαό μας, οι στόχοι του Πολυτεχνείου παραμένουν ανεκπλήρωτοι και ο αγώνας του για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική απελευθέρωση συνεχίζεται. Γι αυτό και το Πολυτεχνείο ούτε έχει ούτε πρόκειται να ανακαταληφθεί από το σύστημα, κατεστημένων φορέων εξουσίας και ιδεολογίας, ούτε θα αφομοιωθεί και θα ενταχθεί στις αλλοτριωτικές διαδικασίες του.

Το Πολυτεχνείο παραμένει ορόσημο και συνάμα αφετηρία.

Ξεπερνώντας τα πλαίσια μιας κοινής ιστορικής επετείου γίνεται το σύμβολο της λαϊκής αντίστασης ενάντια στην αμερικανοκίνητη Χούντα και στο εξαρτημένο καθεστώς των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, που τη γέννησαν και τη στήριξαν.

Είναι εθνική υποθήκη και η ανανέωση του συμβουλίου της γενιάς του Πολυτεχνείου με εκείνες τις γενιές, που πάλεψαν ανάλογα και ηττήθηκαν, γιατί προδόθηκαν από πολιτικούς φορείς είτε ανίκανους και ανεπαρκείς, είτε διαβρωμένους και υποταγμένους σε ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Παράλληλα όμως είναι και η βάση για νέο ξεκίνημα, για νέους αγώνες, για τη πραγμάτωση των ανεκπλήρωτων στόχων του λαϊκού κινήματος.

Το Πολυτεχνείο είναι συνέχεια και προέκταση. Ο αντιϊμπεριαλιστικός και εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του λαϊκού ξεσηκωμού του Νοέμβρη λειτουργεί σαν νήμα και ιμάντας που συνδέει το Πολυτεχνείο με κάθε κορύφωση ή κρίση της νεοελληνικής ιστορίας, όπως η πολυεπίπεδη κρίση, που βιώνουν με δραματικές συνέπειες οι Έλληνες από το 2009 και εντεύθεν.

Το Πολυτεχνείο ως οριακή στιγμή στην αλυσίδα των κρίσεων της ελληνικής κοινωνίας συμπυκνώνει μια πραγματικότητα και ένα μύθο και έτσι εγγράφεται στην ιστορική μνήμη του λαού.

Ως ιστορικό γεγονός μορφοποιεί πολιτικές ευαισθησίες και λαϊκά οράματα, ενώ παραλλήλως εκφράζει το όχι των νέων στη δικτατορική βαρβαρότητα και καταπίεση. Από κορυφαία εκδήλωση του αντιδικτατορικού αγώνα μετατρέπεται σε μαζική αντιϊμπεριαλιστική κινητοποίηση πολιτών, όπου αποθεώνεται και κυριαρχεί ο αυθορμητισμός των μαζών εκτός και κατέναντι των επιδιώξεων πολιτικών οργανώσεων και κομματικών σχηματισμών.

Ως μύθος πλάθεται και διογκώνεται από τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως της πολιτικής εκπροσώπησής της να καλύψουν συμβιβασμούς και τύψεις των «πολλών φρονίμων απόντων στην αντιδικτατορική πάλη», γιατί εξυπηρετεί την απενοχοποίηση της απουσίας της σιωπηλής πλειοψηφίας και της δειλίας της πολιτικής και πνευματικής ελίτ και έτσι λειτουργεί ως «μεγάλο εθνικό άλλοθι ενός λαού, που λιποψύχησε μπροστά στα τανκς και συμβιβάστηκε με τους δικτάτορες», όπως με ειλικρίνεια και θάρρος έγραψε ο αλησμόνητος, σεμνός αγωνιστής, Παναγιώτης Κανελλάκης. Έτσι εξηγείται η εκ των υστέρων λατρεία του Πολυτεχνείου με τελετουργικές πομπές, δοξαστικά, πανηγυρικούς λόγους, στεφάνια, σουβλάκια, τηλεοπτικά σποτ πολιτικών αρχηγών και δηλώσεις πρωταγωνιστών και μη από αρχείο, πλην όμως όταν η πραγματικότητα μυθολογείται ως επίχωση συλλογικής ενοχής, κυριαρχούν οι μισές και υποχωρούν οι μεγάλες αλήθειες.

Στο κατ’ έτος επαναλαμβανόμενο ερώτημα «ποιο ήταν και τι απέγινε το νόημα του Πολυτεχνείου» η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη και «τετηγμένη» στο σήμερα, γιατί υπήρξαν τόσα νοήματα όσοι και οι τυχεροί συμμέτοχοι, που όλοι μαζί συναντήθηκαν στη πίστη ότι πάντοτε η αμφισβήτηση είναι δικαίωμα και συχνότατα η ανυπακοή είναι υποχρέωση.

Ιωάννης Κ. Μαντζουράνης

 

(Πηγή: https://slpress.gr/anadimosieuseis/17-noemvri-1973-mythos-kai-pragmatikotita/)

ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη μέχρι το Πνεύμα των Νόμων του Μοντεσκιέ και έκτοτε, σε όλες τις παραλλαγές της οργανωμένης πολιτείας οι κρατικές λειτουργίες διακρίνονται σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και ασκούνται από διαφορετικά όργανα.
Έτσι επιδιώκεται και επιτυγχάνεται ο αμοιβαίος έλεγχος και η εξισορρόπηση των τριών μορίων της πολιτείας.

Στη δικαστική εξουσία, που αδόκιμα αποκαλείται και Δικαιοσύνη, ανατίθεται η απονομή δικαίου. Ο προορισμός της δικαστικής εξουσίας έγκειται στον έλεγχο κάθε εξουσίας και δραστηριότητας προς διασφάλιση κοινών αγαθών των ανθρώπων και αποτροπή κατάχρησης εξουσίας καθώς και προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου έναντι κάθε τάσης επιβολής ισχυρών ατόμων ή συλλογικοτήτων επί μεμονωμένων προσώπων ή του κοινωνικού συνόλου.
Με άλλες λέξεις, η δικαστική εξουσία εγγυάται την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία των πολιτών έναντι ενδεχόμενης καταχρηστικής άσκησης οποιασδήποτε δημόσιας ή ιδιωτικής εξουσίας καθώς και προσβολής των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Κατά τη δικαιοδοτική κρίση τους, οι δικαστές δεσμεύονται μόνο από το Σύνταγμα, τους σύμφωνους με το Σύνταγμα νόμους, τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες διεθνούς δικαίου και τις κυρωμένες με νόμο διεθνείς συνθήκες.

Το δίκαιο είναι κατ’ εξοχή πολιτικό φαινόμενο, αφού είναι προϊόν της ενιαίας κρατικής εξουσίας και υπηρετεί την επιδίωξη εξασφάλισης του κοινού καλού, τη ρύθμιση των κοινωνικών συγκρούσεων με τη προστασία των έννομων αγαθών των πολιτών και της κοινωνίας και την οριοθέτηση του ανταγωνισμού ατομικών και συλλογικών συμφερόντων. Υπ’ αυτή την έννοια είναι εκδήλωση πολιτικής αντίληψης και θέλησης, που διατυπώνεται με νόμους, δικαστικές αποφάσεις και πρακτικές εφαρμογής αυτών, ενώ ταυτόχρονα είναι πανίσχυρο μέσο διάκρισης επιτρεπτού και απαγορευμένου και τελικά καλού και κακού.
Συχνά χρησιμοποιείται ως εργαλείο κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας, οπότε και μεθίσταται από το πεδίο διασφάλισης του κοινού καλού στην εργαλειοθήκη ιδιοτελών σκοπών πολιτικών προσώπων και ομάδων, οπότε και μετατρέπει τους δικαστές από διαιτητές σε παίκτες στο γήπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της κομματικής αντιδικίας.

Στο μέτρο, που πηγή όλων των εξουσιών είναι ο λαός, ουδεμία κρατική εξουσία είναι ανέλεγκτη στην άσκησή της και ουδείς φορέας αυτής βρίσκεται στο απυρόβλητο, άρα και η δικαστική εξουσία υπόκειται στον έλεγχο των πολιτών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κριτική των δικαστικών αποφάσεων είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν αποτελεί επέμβαση στο έργο του δικαστή και δεν επιχειρεί τον επηρεασμό της δικαιοδοτικής κρίσης του.  Μάλιστα αυτή η κριτική δεν περιορίζεται στην επιστημονική κριτική των ειδημόνων νομικών, που θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, αλλά πέραν αυτής επεκτείνεται στο δικαίωμα κάθε πολίτη να κρίνει την ορθότητα ή μη κάθε δικαστικής απόφασης.  Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στη κριτική δικαστικών αποφάσεων από όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ή και από άλλο όργανο της δικαστικής εξουσίας, η οποία δεν μπορεί να απαγορευθεί, αλλά πρέπει να ασκείται με φειδώ και να αποφεύγεται, όταν η σχετική υπόθεση εκκρεμεί προς εκδίκαση, υπό τον όρο ότι δεν γνωστοποιήθηκε το περιεχόμενο της κρινόμενης απόφασης από όχι σπάνιες διαρροές μελών του εκδικάζοντος δικαστηρίου, που υπονομεύουν την ανεξαρτησία των δικαστών εκ των έσω.
Παράλληλα, ο έλεγχος του τρόπου λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας από τους αντιπροσώπους του λαού στη Βουλή συνιστά έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, που επιτρέπεται και επιβάλλεται για τη βελτίωση της απονομής του δικαίου.
Η άποψη ότι οι απλοί πολίτες δεν είναι ικανοί και ώριμοι να κρίνουν το έργο των δικαστών είναι αδιανόητη σε δημοκρατικό πολίτευμα, αφού παραπέμπει σε θεωρίες περί επαϊόντων και ειδημόνων, που είναι εχθρικές προς τη θεμελιώδη στις δημοκρατίες αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Στη Ελλάδα η κρίση στην απονομή δικαίου έχει παρελθόν με ευθύνη δικαστών, δικηγόρων, γραμματέων, δικαζομένων και νομοθέτη. Η υπέρβασή της δεν επιτυγχάνεται με σιωπή των αμνών, αλλά με δημόσια κριτική των πράξεων και παραλείψεων των υπευθύνων για τα δεινά της.
Η δικαστική εξουσία ως θεσμός συμβολίζει τη Δικαιοσύνη και για να είναι αποτελεσματική και σεβαστή πρέπει να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη των πολιτών, που δεν κατακτάται με τη θωράκιση του δικαστή στη σφαίρα του ανεξέλεγκτου, αλάθητου και υπεράνω υποψίας αλλά με την αναγνώριση της ανθρώπινης φύσης του, που σφάλλει, όπως όλοι οι άνθρωποι.
Οι δικαστές δεν είναι πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής που βαθμολογούν μόνοι τα γραπτά τους, δεν προστατεύονται με κουκουλώματα και συγκαλύψεις, είναι ανεξάρτητοι όχι για να αγνοούν την πρωταρχική πηγή του δικαίου δηλαδή τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αλλά για να μην εμποδίζονται να τη σέβονται και να την υπηρετούν.
Με την κριτική γίνεται αποδεκτή η δεσμευτικότητα δικαστικών αποφάσεων αλλά αμφισβητείται η ορθότητά τους.  Και αυτό είναι και νόμιμο και επιθυμητό.
Η αξιοπιστία και το κύρος των δικαστών δεν μετριέται με την ικανοποίηση όσων δικαιώνονται με τις αποφάσεις τους, αλλά με την εκ των προτέρων αποδοχή της κοινωνίας που τελικά καθιστά τις αποφάσεις τους σεβαστές και όχι απλώς δεσμευτικές.

 

(Πηγή: Δημοσιεύθηκε στα «ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ» στο φύλλο 69 της «Νέας Σελίδας»
https://neaselida.gr/ideogrammata/g-mantzoyranis-sti-nea-selida-sevastes-kai-ochi-aplos-desmeytikes-dikastikes-apofaseis/ )

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΗ

Όλες τις σύγχρονες κοινωνίες ταλανίζουν προβλήματα ασφάλειας των πολιτών, που εντείνονται από φαινόμενα, όπως είναι η οικονομική κρίση, η μετανάστευση, το προσφυγικό ρεύμα, το οργανωμένο έγκλημα, η τρομοκρατία κλπ. Για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος αναπτύχθηκαν κυρίως δύο ρεύματα πολιτικής σκέψης και πρακτικής, που διαφοροποιούνται στην επιχειρησιακή μεθοδολογία, στηρίζονται σε αντίθετα ιδεολογικο-πολιτικά υπόβαθρα και συν τω χρόνω απέκτησαν χαρακτηριστικά πολιτικο-ιδεολογικών δογμάτων. Αμφότερα συνοψίζονται σε τρεις λέξεις. Πρόκειται για το δόγμα Νόμος και Τάξη και για το δόγμα Ασφάλεια και Ελευθερία. Μολονότι η διασφάλιση της ασφάλειας των πολιτών είναι κοινός στόχος αμφότερων, οι διαφορές τους δεν είναι ούτε πρακτικά ασήμαντες ούτε πολιτικά αδιάφορες.

Το δόγμα Νόμος και Τάξη νοηματοδοτούν δύο κρίσιμοι όροι: ο Νόμος με την έννοια της έκφρασης της κρατικής βούλησης για θέσπιση ρυθμιστικών της κοινωνικής συμβίωσης κανόνων δικαίου και η Τάξη με την έννοια του συνόλου δικαιικών κανόνων, που κατοχυρώνουν την ειρηνική συμβίωση των κοινωνών και αξιώνουν υπακοή προς διατήρηση της σταθερότητας στις κοινωνικές σχέσεις και της καθεστηκιας τάξης.

Η εντός του κράτους τάξη, άλλως δημόσια τάξη, προϋποθέτει επιβάλλουσα ρυθμίσεις εξουσία, υποδηλώνει υποταγή των πολιτών στο ρυθμιστικό πλαίσιο και δημιουργεί ευταξία, ήτοι κατάσταση ηρεμίας και σταθερότητας.

Κοινή καταγωγή αμφότερων είναι το Κράτος, που με την ενιαία και αδιαίρετη εξουσία ανεξαρτήτως της τριχοτόμησης των λειτουργιών της σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και της ανάθεσης κάθε μιας λειτουργίας σε διαφορετικά όργανα, διαθέτει το μονοπώλιο της έννομης βίας.

Εδώ ο πολίτης είναι παρών, πλην όμως όχι ως πρωταγωνιστής αλλά ως αποδέκτης των επιλογών και δράσεων της κρατικής εξουσίας, που εκ των άνω παράγει νόμους και επιβάλλει τάξη. Στη βάση αυτού του δόγματος υπάρχει μια αντίληψη για την πολιτεία, η οποία στηρίζεται στη διάκριση κράτους και κοινωνίας και υπήρξε θεμέλιο ενός συχνά αποκρουστικού τρόπου λειτουργίας αυτής, στο βαθμό που διασφάλισε κρατικό «κύρος» σε μυθολογικό, θεολογικό, μοναρχικό, αυταρχικό ή και τύποις δημοκρατικό υπόβαθρο, ενώ επιτρέπει στο κράτος να επιβάλλεται στην κοινωνία χωρίς ουσιαστική εξάρτηση από τη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών. Αυτή η διάκριση εκφράζει μια πολιτεία, όπου η διαδικασία κοινωνικής συναίνεσης εξαντλείται στη νομικά τυποποιημένη εκλογή των αρχόντων. Έτσι η πολιτεία γίνεται αυτοσκοπός, οπότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση αναζήτησης μιας αέναης κοινωνικής δικαίωσης και μετατρέπεται σε ιερατείο, που απεχθάνεται τη διαφάνεια. Αναμφίβολα και το αντίστροφο εγκυμονεί κινδύνους, αφού η  υποβάθμιση του κράτους συνεπιφέρει δεινά.

Το δόγμα Ασφάλεια και Ελευθερία σημασιολογείται από δύο διαχρονικές αξίες:

α) την Ασφάλεια με την έννοια αναζήτησης και κατοχύρωσης κοινωνικής αρμονίας, που υπάρχει, όταν η κοινωνική ζωή ρυθμίζεται από τη βούληση των περισσότερων και την καθολική αναγνώριση αυτής, οπότε η ασφάλεια καθίσταται συγκεκριμένο σύστημα ελευθερίας και η ελευθερία εννοιολογικό στοιχείο της ασφάλειας των πολιτών, καθώς και

β) την Ελευθερία, που ορίζεται ως η νόμω ακώλυτη ανάπτυξη, έκφραση και τελείωση της ατομικότητας του κοινωνού με όλους τους επιτρεπτούς ή αδιάφορους για την έννομη τάξη τρόπους.

Όσον η αλληλεξάρτηση του ρυθμού της κοινωνικής ζωής και της βούλησης της πλειοψηφίας αποδυναμώνεται  τόσον η δημοκρατική νομιμοποίηση της εξουσίας εξασθενεί. Τότε η εξουσία αναγκάζεται να διασφαλίσει, με τεχνητά μέσα, ένα status quo, που δεν προϋποθέτει ελευθερία, αλλά χρειάζεται βία για να εξαναγκάσει τα μέλη της κοινωνίας να «εναρμονισθούν» με ένα ανομιμοποίητο δέον της εξουσίας. Εδώ αναφύεται και εγκαθιδρύεται μια «Τάξη» είτε εκτός (praeter) είτε εναντίον (contra) της ελευθερίας.

Σε αυτό το δόγμα στο επίκεντρο βρίσκεται ο πολίτης όχι ως μέσον αλλά ως σκοπός κοινωνίας και κράτους.

Σημειωτέον ότι οι όροι Ασφάλεια και Ελευθερία διακρίνονται για τη σχετικότητά τους.  Η ύπαρξη αμφότερων διαπιστώνεται συγκριτικά και με αφετηρία κρίσης μια προηγούμενη κατάσταση του ίδιου κοινωνικού χώρου ή παράλληλων καταστάσεων κοινωνιών με παρόμοιο δικαιϊκό σύστημα.

Στην αδυσώπητη πραγματικότητα, ο,τι προστίθεται στην Ασφάλεια αφαιρείται από την Ελευθερία και ο,τι δεν αφαιρείται από την Ελευθερία αφαιρείται από την Ασφάλεια. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στην αναπόφευκτη παραδοχή ότι ο συμβιβασμός της σχετικής ασφάλειας της κοινωνίας με ταυτόχρονη διατήρηση της σχετικής ελευθερίας των πολιτών είναι μονόδρομος.

Σε αυτό το πλαίσιο, η καταστολή δεν είναι ούτε ευλογία Θεού ούτε ξένο σώμα αλλά αναγκαίο εργαλείο, που η χρήση του περιορίζεται από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι αναλογίας σκοπού και μέσων.  Όποιος κινείται εκτός αυτού του σχήματος είτε σκέπτεται ανιστορικά και αφηρημένα είτε έχει άλλες σκοτεινές επιδιώξεις.

Από τα παραπάνω γίνεται ολοφάνερο, γιατί τα αυταρχικά καθεστώτα, τα ακροδεξιά και δεξιά κόμματα και οι υπερσυντηρητικοί και ακραία νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υιοθετούν το δόγμα Νόμος και Τάξη και πολεμούν το δόγμα Ασφάλεια και Ελευθερία. Όλοι οι άλλοι, όμως, γνωρίζουν ότι: «Όσοι είναι πρόθυμοι να παραδώσουν θεμελιώδεις ελευθερίες για να αποκτήσουν λίγη προσωπική ασφάλεια δεν αξίζουν ούτε την ελευθερία ούτε την ασφάλεια», όπως διεκήρυσσε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος.

Του Γιάννη Κ. Μαντζουράνη,

Δικηγόρου

 

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/asfaleia-kai-eleytheria-h-nomos-kai-taxh )

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Τόσον πριν όσον και μετά την 20/8/2018 τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα φιλικά ΜΜΕ ενορχηστρώνουν την στρατηγική και τακτική τους με κύριο στόχο την αμφισβήτηση ενός κρίσιμου γεγονότος, που επισυνέβη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και άρα υπάρχει ως γεγονός της αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητα από υποκειμενικές διαθεσιμότητες ή / και ικανότητες. Πρόκειται για το τέλος του καλούμενου 3ου Μνημονίου, που έλαβε χώρα την 20 /8/2018. Η  Νέα Δημοκρατία αλλά και τα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης αρχικά επένδυσαν στο ότι δεν πρόκειται να τελειώσει το 3ο  μνημόνιο και θα παραταθεί, μετά ακολούθησαν ένα παραλλαγμένο σενάριο με κεντρική ιδέα ότι τα ψηφισμένα δημοσιονομικά μέτρα για  τα μετά το 2018 έτη συνιστούν ένα κρυφό 4ο  Μνημόνιο και στη συνέχεια όταν τσαλακώθηκαν άσχημα από τις δημόσιες ανακοινώσεις των αρμοδίων ευρωπαϊκών θεσμών και τις επίσημες δηλώσεις των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά και Αρχηγών Κρατών, Πρωθυπουργών και λοιπών αξιωματούχων διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, αναδιπλώθηκαν στο σενάριο ότι το τέλος του 3ου Μνημονίου σημαίνει συνέχιση  σκληρών μέτρων λιτότητας χωρίς φθηνή χρηματοδότηση και άλλα παραμΙθακια σύμφωνα με την παλιά δοκιμασμένη μέθοδο του  «δεν πρέπει να αφήσεις την αλήθεια να καταστρέφει μια βολική για τα συμφέροντα σου ιστορία», αφού πολλοί μπορεί να αγαπούν την αλήθεια αλλά οι περισσότεροι όχι πιο πολύ από το συμφέρον τους.

Ποια είναι όμως η αλήθειά; τι έγινε την 20 /8/2018 και τι ισχύει στην συνέχεια; Κάθε άποψη ,που διεκδικεί εχέγγυα αλήθειας, πρέπει να μην αρνείται την πραγματικότητα και να μην αντιστέκεται στα γεγονότα. Και αυτό, γιατί η αλήθεια είναι εμμαρτυρημένη αίσθηση, όπως έλεγε ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος άλλως η εξίσωση ενός διανοήματος με τα πράγματα σύμφωνα με τα ισχύοντα στην αριστοτέλεια τυπική λογική.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι την 20 /8/2018 έληξε το 3ο Μνημόνιο έπαυσε  η υποχρέωση προέγκρισης κάθε μέτρου δημοσιονομικής πολιτικής και όχι μόνον από τους εκπροσώπους των δανειστών, ανακτήθηκε σημαντικό μέρος της – από το 2010 – χαμένης εθνικής κυριαρχίας στην άσκηση  οικονομικής πολιτικής, η Ελλάδα επιλέγει τα μέσα προς επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής χωρίς προηγούμενο έλεγχο των δανειστών, παραμένει η αυστηρή Επιτήρηση για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, υψηλά πλεονάσματα και συνετή οικονομική πολιτική με έκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων ελέγχους των δανειστών, οι οποίοι δικαιολογημένα ενδιαφέρονται να ακολουθείται οικονομική πολιτική, που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να επιστρέψει τα δανεικά.

Όλα τα παραπάνω εμμαρτυρούνται και πιστοποιούνται από διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς, δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, από οικονομολόγους και πολιτικούς με διεθνή αναγνώριση και φήμη, συγκροτούν μία  αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, πού δεν αντιστοιχεί στο αφήγημα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης και των φίλιων  δυνάμεων στα συστημικά ΜΜΕ. Αυτή η νέα πραγματικότητα δεν επιτρέπει επιστροφή στο προ του 2008 καθεστώς  ασυδοσίας και σπατάλης. Και αυτό, γιατί κάθε κράτος με ή χωρίς επιτήρηση κατά την άσκηση οικονομικής πολιτικής υποχρεούται να λαμβάνει υπόψιν όλες τις συνιστώσες και τάσεις της οικονομικής πραγματικότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, τις τρέχουσες εξελίξεις και συγκυρίες, τις επικρατούσες στις αγορές συνθήκες χωρίς  βολονταρισμούς, εάν θέλει να χαράζει και υλοποιεί ένα αναπτυξιακό σχέδιο παραγωγής και δίκαιης διανομής πλούτου προς όφελος της πλειοψηφίας των πολιτών.

Στην ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών γενικά και στην πολιτική αρένα ειδικά ισχύει μία απαράβατη κατευθυντήρια αρχή: «όταν αγνοείς τα αυτονόητα, τα αυταπόδεικτα και τα αποδεδειγμένα, αποτυγχάνεις με βεβαιότητα». Με την ακολουθούμενη πολιτική διαχείρισης του τέλους των Μνημονίων ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι επικοινωνιολόγοι και οι λοιποί παρακοιμώμενοι του, καθώς και τα ΜΜΕ, που τον ποδηγετούν, παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές τους στην φαιά και μαύρη προπαγάνδα, στην κατασκευή και παραποίηση στοιχείων, στην απόκρυψη της αλήθειας, στην παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης και λοιπά  καλά κάγαθά, αγνοούν ή παραγνωρίζουν ότι η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί εύκολα, γιατί δεν είναι παντού καλοδεχούμενη και επειδή δεν αντέχουν το φως της αλήθειας, προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από τον ίσκιο της.

Στις επόμενες εκλογές, όπου οι πολίτες θα κληθούν να απαντήσουν στο κρίσιμο δίλημμα αν εμπιστεύονται το μέλλον τους σε αυτούς που τους έβαλαν στα μνημόνια ή σε αυτούς που τους έβγαλαν από τα μνημόνια, θα αντιληφθούν το μάταιο των κόπων τους και το ασύμφορον της πολυδάπανης επένδυσης.

 

 

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/to-telos-twn-mnhmoniwn-kai-to-paramythi-toy-kyriakoy)

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΛΥΣΗΣ

Μετά από μακροχρόνιες αναποτελεσματικές διαπραγματεύσεις διαφαίνεται μία ευκαιρία διευθέτησης των προβλημάτων Ελλάδας και FYROM, δηλαδή του ονοματολογικού ζητήματος και του αλυτρωτισμού.

Οι επιλογές είναι είτε αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης ή διαιώνιση της εκκρεμότητας εν αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας σε άλλη συγκυρία.

Τα δεδομένα είναι τα εξής:

α) Η εδαφική έκταση, που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ονομάζεται Μακεδονία, ανέκαθεν υπήρξε πολυφυλετική και πολυεθνική και με μεταβαλλόμενα σύνορα, με αδιάκοπη κυριαρχία των Ελλήνων στο νότιο τμήμα, στα παράλια και στα αστικά κέντρα ολόκληρης της εδαφικής έκτασης, ενώ από τον 7ο μ.Χ. αιώνα εμφανίζονται σλαβικά φύλα, που στους νεώτερους χρόνους κυριαρχούν στο βορειοδυτικό τμήμα.

β) Η λέξη «Μακεδονία» ως γεωγραφικός όρος για πρώτη φορά εμφανίζεται στους χάρτες Γερμανών και Ρώσων χαρτογράφων από τον 19ο αιώνα για λόγους, που ανάγονται στα γεωστρατηγικά συμφέροντα Γερμανών και Ρώσων στα Βαλκάνια.

Μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) η νότια Μακεδονία, ήτοι το 51,5% της συνολικής γεωγραφικής περιοχής, έγινε ελληνική, η βορειοδυτική Μακεδονία, ήτοι το 38,5% του εδαφικού συνόλου, προσαρτήθηκε στη Σερβία και η βορειοανατολική Μακεδονία, ήτοι 8% της συνολικής έκτασης, προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία.

Τα παραπάνω γεωγραφικά δεδομένα ισχύουν ακόμη και μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

γ) Από το 1946 και μέχρι το 1991 υπάρχει η «Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», με πρωτεύουσα τα Σκόπια, όπου η Ελλάδα διατηρούσε Προξενείο, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση για τη χρήση της λέξης «Μακεδονία» στην ονομασία του ομόσπονδου κράτους από καμία Κυβέρνηση της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

δ) Το 1977 ο ΟΗΕ αναγνωρίζει ύπαρξη «μακεδονικού κυριλλικού αλφαβήτου» παρά τις αντιρρήσεις Ελλάδας και  Κύπρου.

ε) Το 1991 διαλύεται η Γιουγκοσλαβία χωρίς στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ να ακουσθεί αντίρρηση της Ελλάδας για την ονομασία του πρώην ομόσπονδου και πλέον ανεξάρτητου κράτους με χρήση της λέξης «Μακεδονία.

στ) Το 1992 το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών διαμορφώνει εθνική γραμμή άρνησης της χρήσης της λέξης «Μακεδονία» καθώς και  παραγώγων αυτής από την FYROM και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό .

ζ) Το 1993 η Ελλάδα αποδέχεται την ένταξη αυτού του κράτους στον ΟΗΕ ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Έκτοτε η Ελλάδα συναλλάσσεται με το γειτονικό κράτος με την προειρημένη ονομασία, ήτοι στην πράξη εγκαταλείφθηκε η άκαμπτη εθνική γραμμή του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών το 1992.

η) Το 1995, μετά το ελληνικό εμπάργκο, Ελλάδα και FYROM υπογράφουν την Ενδιάμεση Συμφωνία, όπου περιέχονται σημαντικές ρυθμίσεις, όπως λχ το άρθρο 6, όπου ρητά αναφέρεται ότι τίποτα στο Σύνταγμα της FYROM δεν μπορεί ή δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ή ότι θα αποτελέσει ποτέ τη βάση οποιασδήποτε διεκδικήσεως οποιασδήποτε περιοχής που δεν συμπεριλαμβάνεται στα σημερινά του σύνορα είτε βάση για επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου Κράτους καθώς και ότι οι ερμηνείες, που δίνονται στις παραγράφους 1 και 2 του  άρθρου 6, δεν θα υποκατασταθούν από οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του Συντάγματός του.

θ) Τον Αύγουστο του 2001, μετά την Συμφωνία της Οχρίδας, η Ελληνική Κυβέρνηση επιχειρεί λύση με σύνθετη ονομασία «Άνω Μακεδονία» που αποτυγχάνει λόγω αδιαλλαξίας των Σκοπιανών.

ι) Το 2008 στο Βουκουρέστι η Ελληνική Κυβέρνηση δέχεται την erga omnes  σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και έτσι ολοκληρώνεται η εγκατάλειψη της ατελέσφορης ελληνικής θέσης του 1992, που οδηγούσε σε αδιέξοδο.

ια) Μετά την απομάκρυνση του Κίρο Γκλιγκόροφ από την εξουσία, το 1999, και την επικράτηση εθνικιστικών κομμάτων, όπως είναι το VMRO – DPMNE, ενισχύεται ο αλυτρωτισμός, που δεν περιορίζεται μόνο σε διατάξεις του Συντάγματος αλλά εκδηλώνεται και σε άλλες εκφάνσεις του δημόσιου βίου, όπως λχ αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου, ονοματοδοσία λεωφόρων και αεροδρομίου, σχολικά εγχειρίδια κλπ. Με την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή στα Σκόπια διαφαίνεται αλλαγή στάσης σε συμβιβαστική κατεύθυνση.

ιβ)  Στην παρούσα συγκυρία ο κίνδυνος νέας «βαλκανιοποίησης» επιστρέφει, αναδύεται με μορφή εθνικιστικού παροξυσμού και απειλεί εύθραυστα κράτη. Ο εξ ανατολών διογκούμενος κίνδυνος δεν επιτρέπει στην Ελλάδα σπατάλη διπλωματικού και πολιτικού κεφαλαίου σε δονκιχωτισμούς. Το συμφέρον της Ελλάδας επιβάλλει τη συμβολή στη σταθεροποίηση μιας περιοχής όπου η Ελλάδα έχει ηγεμονικό ρόλο.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι:

α) Ελλάδα και FYROM διαπραγματεύονται από το 1992, ενώ έχουν μεσολαβήσει η χρήση της προσωρινής ονομασίας FYROM στους διεθνείς οργανισμούς, δύο Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ενδιάμεση Συμφωνία Ελλάδας και FYROM, η από 5-12-2011 Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε βάρος της Ελλάδας και η χρήση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στις διμερείς σχέσεις του γειτονικού κράτους με άλλα 140 κράτη

β) από το 1992 έως σήμερα η Ελλάδα έχει προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με προτάσεις για χρήση σύνθετων ονομασιών με χρήση είτε έναντι όλων είτε μόνον στις διεθνείς σχέσεις όπως λχ Σλαβομακεδονία, Άνω Μακεδονία, Μακεδονία – Σκόπια κ.ο.κ.

γ) η σημερινή διαπραγματευτική προσπάθεια δεν αρχίζει εκ του μηδενός και άρα η Ελλάδα δεν μπορεί να προσέλθει με απαιτήσεις για το optimum, ήτοι ουδεμία αναφορά στη λέξη Μακεδονία και τα παράγωγά της, γιατί στις διεθνείς σχέσεις τα προηγούμενα παράγουν συνέπειες για τα επόμενα και ανεξαρτήτως αποτελέσματος κάθε διαπραγματευτική προσπάθεια αφήνει κατάλοιπα, που περιορίζουν τα περιθώρια ελιγμών όλων των συμβαλλόμενων μερών.

Με βάση τα προαναφερθέντα, εφικτά είναι τα ακόλουθα:

α) όνομα με γεωγραφικό (Βόρεια Μακεδονία) ή και χρονικό προσδιορισμό (Νέα Μακεδονία) με ισχύ έναντι όλων τόσον στο εσωτερικό όσον και στο εξωτερικό.  Επειδή οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί υπονοούν διαιρεμένη χώρα, όπως λχ  Βόρεια και Νότια Ιρλανδία ή Βόρεια και Νότια Κορέα, και δημιουργούν δυναμικές ενοποίησης με αλυτρωτικά συνεπακόλουθα προτιμότερος είναι ο χρονικός προσδιορισμός.

β) απάλειψη των αλυτρωτικών συνταγματικών διατάξεων και εφαρμογή πολιτικών προς αυτή την κατεύθυνση. Εδώ έγκειται η δυσκολία, γιατί αλυτρωτισμός δεν δημιουργείται από κανόνες δικαίου, υπάρχει και καλλιεργείται στην κοινωνία, αφού στο δίκαιο αποκρυσταλλώνονται υφιστάμενες τάσεις και συμφέροντα στην κοινωνία, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 131 του Συντάγματος, η αλλαγή των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων απαιτεί κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες των 2/3 και πολύπλοκες ποσοστώσεις μεταξύ των εθνοτήτων, που σήμερα ελλείπουν.

γ) η κατάργηση διατάξεων, όπως είναι το Προοίμιο, τα άρθρα 7, 49, κλπ. του Συντάγματος, αποτελεί αναγκαία όχι όμως και ικανή προϋπόθεση για την εξαφάνιση του αλυτρωτισμού, αφού πρέπει να συνοδευθεί και από άλλες ενέργειες, που άπτονται πραγματικών προβλημάτων, όπως λχ τα σχολικά εγχειρίδια, και δεν ανάγονται στη σφαίρα της μεταφυσικής, όπως πχ η ταυτότητα.

δ) η αποφυγή σαλαμοποίησης των διαδικασιών αναζήτησης ενός έντιμου συμβιβασμού.

Στην Ελλάδα με τις γνωστές θέσεις των κομμάτων και – τις τροφοδοτούμενες από εθνικιστικές εξάρσεις αλλά και πατριωτικά συναισθήματα – λαϊκές αντιδράσεις πυροδοτείται μία δυναμική εναντίον συμβιβασμού με αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Τα λαϊκά συλλαλητήρια δεν πρέπει να ποδηγετούν τις ηγεσίες. Οι ηγέτες αφουγκράζονται την κοινωνία, ακούουν αλλά δεν υπακούουν τους ψηφοφόρους τους. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Θουκυδίδη στον Περικλή, ο οποίος «……αποτολμούσε και αντιλογία προς το δήμο, έστω και μέχρι να τον εξοργίσει».

Η επικράτηση μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων στα Σκόπια υπό τον Ζοράν Ζαεφ και η πολιτική κυριαρχία του Αλέξη Τσίπρα στην Ελλάδα, με αποδεδειγμένη ικανότητα ελιγμών, συγκρούσεων και συμβιβασμών όπου και όταν χρειάζεται, σε συνδυασμό με τις γεωστρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στα Βαλκάνια, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για μία παραγωγική προσπάθεια.

Το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε προδιαγεγραμμένο ούτε βέβαιον, πλην όμως η ιστορία διδάσκει ότι οι μόνες μάχες, που είναι εκ των προτέρων χαμένες, είναι όσες δεν δόθηκαν ποτέ.

 

 

(Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/makedoniko-zhthma-se-anazhthsh-lyshs)